Τα χρόνια περνάνε κι οι νύχτες γυρνάνε να καίει η φωτιά στην καρδιά, να βγάλουμε ψεύτη το χρόνο τον κλέφτη να μείνουμε πάντα παιδιά, για κάθε ρυτίδα φυτέψτε ελπίδα και δώστε καρδιά στην καρδιά, να βγάλουμε ψεύτη το χρόνο τον κλέφτη να μείνουμε πάντα παιδιά.

Στίχοι: Κώστας Ρουβινέτης, μουσική: Γιώργος Μελέκης, ερμηνεία: Charms

Κοντεύουν είκοσι χρόνια. Η κόρη μου δεν είχε γεννηθεί ακόμη και ο γιος μου έκλεινε τα έξι. Αν και τόσο μικρός, είχε ήδη εθιστεί στα καρτούν και στα αναρίθμητα προϊόντα που κουβαλάει στην καμπούρα του κάθε πετυχημένο project ώσπου να ξεπαραδιαστούν οι ταλαίπωροι οι γονείς. Συνηθιζόταν τότε (ίσως και σήμερα, δεν ξαναπάτησα έκτοτε) τα φαστφουντάδικα να προσφέρουν, εκτός από το παιδικό happy meal σε προσιτή τιμή, και διάφορα πλαστικά ψευτοπαίχνιδα, πλήρως εναρμονισμένα με το καρτούν που παιζόταν εκείνη την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ηταν αυτός ο λόγος που ο κανακάρης μου με έσερνε εκόντα άκοντα κάθε τρεις και λίγο στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς μας. Το εν λόγω μεσημέρι, ωστόσο, ήταν γραπτό μας να βιώσουμε ένα αναπάντεχο, όσο και δυσάρεστο επεισόδιο.

Το μαγαζί ήταν φίσκα. Στο διπλανό μας τραπέζι καθόταν ένας υψηλόσωμος γεροδεμένος έφηβος –δεν τον έκοβα για πάνω από δεκαπέντε. Είχε γευματίσει, έδειχνε κάποιον ή κάποια να περιμένει και, για να σκοτώσει την ώρα του, έπαιζε με το τσακμάκι του. Προσπαθούσε να ανάψει ένα δόντι από την πλαστική του χτένα. Καθώς τα πάντα εκεί μέσα ήταν πλαστικά –ακόμη και το φαγητό –υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να σκοτώσει πολύ περισσότερους από την ώρα του. Θυμάμαι να κοιτάζω με αγωνία μια τον γιόκα μου, που απολάμβανε αμέριμνος το happy meal του κι έπαιζε με την Ποκαχόντας του ή whatever, μια τον θηριώδη έφηβο που ετοιμαζόταν να ντουμπλάρει τον καλόγερο Σαμουήλ στο Κούγκι. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και ούρλιαξα: «Μην παίζεις με το τσακμάκι, γαμώ την Παναγία μου!». Από το ουρλιαχτό μου λαχτάρισε σίγουρα ο γιος μου, πιθανόν και μερικοί ανυποψίαστοι από τα τριγύρω τραπέζια, αλλά ο έφηβος σηκώθηκε ατάραχος –μου έριχνε δύο κεφάλια –κι έσκυψε από πάνω μου απειλητικά. «Εσύ», γρύλισε, «την Παναγία δεν θα την ξαναπιάσεις στο στόμα σου».

Αυτό το επεισόδιο χαράχτηκε στη μνήμη μου, όχι τόσο για τον προφανή λόγο, ότι κινδύνευσα να φάω ξύλο (θα κινδύνευα πιο πολύ μελλοντικά), όσο για τον ασύλληπτα διαφορετικό τρόπο με τον οποίο δύο άνθρωποι μπορεί να προσλαμβάνουν την ίδια ακριβώς κατάσταση. Εγώ έβλεπα στο πρόσωπό του έναν δεκαπεντάχρονο εν δυνάμει εμπρηστή, εκείνος έβλεπε έναν σαραντάχρονο που βλαστημάει τα θεία. Ο καθένας μας είχε τα δίκια του, αλλά μας χώριζε μεγαλύτερη απόσταση από όση ανάμεσα στη Γη και στον Αλφα του Κενταύρου. Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες έκτοτε για να διαπιστώσω τη διαχρονική ισχύ εκείνης της παρατήρησης. Η πιο πρόσφατη έχει ονοματεπώνυμο. Νατάσσα Μποφίλιου.

Μια νέα γυναίκα τριάντα τεσσάρων χρονών, εξαιρετικά πετυχημένη τραγουδίστρια, ευειδής κι εύπορη. Δεν παραθέτω τα προσόντα της προς ψόγον, αλλά μόνο για να τονίσω το κοντράστ με τις δηλώσεις της. Τι δήλωσε η καημένη; Συνηθισμένα πράγματα, τετριμμένα. Οτι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μια δικτατορία, ότι η ίδια είναι τροτσκίστρια μα ψηφίζει ΚΚΕ και ότι εάν βρισκόταν ένας Ηγέτης, θα ανέβαινε μαζί του στο Βουνό, να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα εναντίον της δικτατορίας –έως τότε υπομονή, φαντάζομαι, θα τραγουδάει κάθε βράδυ σ’ ένα από τα must νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, ώστε να τα παίρνει χοντρά από τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες, διότι και ο ένοπλος αγώνας έχει έξοδα. Θα περίμενε κανείς ότι, μεσούσης της ευρωπαϊκής δικτατορίας και έπειτα από τόσο θαρραλέες επαναστατικές δηλώσεις, οι ασφαλίτες θα την είχαν μπουντρουμιάσει πάραυτα και θα έσβηνε τσιγάρα στα ροδαλά της μάγουλα κάποιος σωσίας του Δήμου Σταρένιου ή, ακόμη χειρότερα, κάποιος μοχθηρός οπαδός του Τρότσκι, από αυτούς που δεν πιστεύουν ότι ο Στάλιν ήταν ζουζουνάκι, θα ετοιμαζόταν να ανταποδώσει τα ίδια στο κρανίο της με την ορειβατική του αξίνα. Τίποτε ανάλογο δεν συνέβη. Αντιθέτως, όλοι θεωρούν δεδομένο πως μόλις η Νατάσσα Μποφίλιου ανέβει στο πάλκο, θα σκίσει στα ταμεία και ομόθυμα άπαντες –δωσίλογοι, μαυραγορίτες, τροτσκιστές, κουκουέδες –θα τη ραίνουν από κάτω με ροδοπέταλα. Εντάξει, συμφωνώ. Υπάρχουν και ανεκτικές δικτατορίες –αυτή η ευρωπαϊκή, όμως, το έχει παραξηλώσει.

Κάπου εδώ πρέπει να σας εκμυστηρευτώ το μυστικό μου. Ανήκω σε μια ολιγάριθμη πολιτική σέχτα. Κάτι σαν τους Αμις, ας πούμε, αλλά χωρίς τα κάρα και τη Βίβλο. Πιστεύουμε σε τέρατα και σημεία. Πως η Ευρωπαϊκή Ενωση, λόγου χάριν, δεν είναι δικτατορία. Ακουσον, άκουσον. Πως η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι το πιο ευτυχές γεγονός που έχει συμβεί στον πλανήτη μας από τότε που εκείνος ο φιλεύσπλαγχνος μετεωρίτης εξαφάνισε τους δεινόσαυρους κι έδωσε την ανέλπιστη ευκαιρία σε εμάς τα μικρά τρομαγμένα θηλαστικά (κάτι μεταξύ αρουραίου και σκίουρου ήμαστε τότε) να ξεμυτίσουμε από τα λαγούμια μας. Ξέρω. Ακραίες απόψεις. Κανιβαλιστικές, σεξιστικές και νεοφιλελεύθερες. Δεν τις πολυδιαδίδουμε. Εμείς τις λέμε, εμείς τις ακούμε.

Ο ύμνος στον κοινωνικό μας παλιμπαιδισμό, το «Να μείνουμε πάντα παιδιά», πήρε το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1973, δύο μόλις μήνες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τη μήτρα του πολιτικού μας παλιμπαιδισμού. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κατάφερε πολλά πράγματα –ερήμην της τα περισσότερα. Ερήμην της οδήγησε σε μια οκτάμηνη δικτατορία, σκληρότερη από την εξάχρονη που ήθελε να ανατρέψει. Ερήμην της απέτρεψε και το πιο ύπουλο, όσο και το πιο εφιαλτικό από τα σενάρια που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν. Η σκλήρυνση του καθεστώτος Ιωαννίδη έστειλε στα σκουπίδια την κουτσουρεμένη «φιλελευθεροποίηση» του Μαρκεζίνη (μια κολοβή δημοκρατία α λα Τούρκα, με τον Στρατό και το Κοινοβούλιο σε ισότιμους ρόλους) και επέσπευσε –με το αίμα, φευ, της Κύπρου –την ανόθευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία που χαιρόμαστε από το 1974. Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στο Πολυτεχνείο, όχι επειδή ανέτρεψε μια δικτατορία, αλλά επειδή αχρήστευσε κάθε μεσοβέζικη και ανάπηρη εκδοχή δημοκρατίας. Εντούτοις, το ίδιο το Πολυτεχνείο τροφοδότησε τον ζωτικό μεταπολιτευτικό μας μύθο –«ο λαός ξεσηκώθηκε κι έριξε τη χούντα» -, την ανάγνωση της Ιστορίας ως μιας αέναης μάχης ανάμεσα σε Καουμπόηδες και Ινδιάνους. Πειράζει, αλήθεια, τόσο πολύ να μείνουμε πάντα παιδιά; Στην Τενερίφη, όχι. Σε χωρίζει ο Ατλαντικός από τις σκοτούρες. Στη Δανία, πάλι, ελάχιστα. Εδώ, δίπλα στην πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής, πολύ. Πάρα πολύ. Εδώ δεν χρειάζονται πολλά για να γίνεις παρανάλωμα. Αρκούν ένα τσακμάκι και μια χτένα.