«Ανδρας δεν έγινα με τη δουλειά, όπως οι άλλοι, αλλά με τον σκοτωμό» ομολογεί ο Αργύρης. Στρατιώτης στην Κριμαία στο εκστρατευτικό σώμα που κίνησε εναντίον των μπολσεβίκων. Στρατιώτης τρεις μήνες μετά στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου το μαχαίρι έγινε η συνέχεια του χεριού του. Με τη μυρωδιά του αίματος κολλημένη στο πετσί του έφυγε στην Αμερική «για να κρύψει τη μυρωδιά απ’ το αίμα, όχι για χαΐρι δικό του». Στο Σικάγο έγινε «νοκέρης» (knocker), που πάει να πει εργαζόμενος σε σφαγείο που από την αυγή ώς το σούρουπο κοπανά τα μοσχάρια με τη βαριά στο κούτελο πριν πάρει σειρά το μαχαίρι. Ο φόνος ως συμβατική γραμμή παραγωγής στη βιομηχανία κρέατος. Οταν ο πατέρας του τον ρωτά πόσο αίμα έχει χύσει, η απάντηση έρχεται με άγρια ευθύτητα: «Γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται».

Τα εννέα κείμενα του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι σμιλεμένα πάνω σε αυτό που ονομάζει ο τίτλος: στο «γκιακ». «Γκιακ» στα αρβανίτικα σημαίνει αίμα, δεσμός εξ αίματος, φόνος για λόγους τιμής και εκδίκησης. Ορος με κεντρική θέση στο «Κανούν», αυτό το ιδιαίτερο corpus κανόνων αμείλικτου εθιμικού δικαίου με νομική ισχύ που ρύθμιζε τη ζωή και τα ήθη των αλβανικών κοινοτήτων. Παρόμοιοι αλλά ακωδικοποίητοι κανόνες εφαρμόζονταν στις αρβανίτικες κοινότητες της Ελλάδας για θέματα τιμής που αφορούσαν φόνο ή βιασμό. Η οικογένεια του θύματος δικαιούνταν και είχε χρέος να εκδικηθεί το αίμα του δικού της ανθρώπου χύνοντας το αίμα του θύτη ή κάποιου άλλου αρσενικού μέλους της οικογένειάς του.

Αρβανίτες και Μικρασιάτες

Η Σύρμω δολοφονείται και εγκαταλείπεται πίσω από σκίνους. Ο δράστης έκοψε και άφησε δίπλα της τις δύο κοτσίδες της. Ο φόνος ισοδυναμεί με τραγική πραγμάτωση του δημοφιλούς ερωτικού τραγουδιού των ελλήνων Αρβανιτών «Θα σου κόψω τις κοτσίδες» (Ντο τ’ α πρεςς κοτσσίδετε) που τιτλοφορεί και το πρώτο διήγημα της συλλογής. Ο αφηγητής αδελφός εξιχνιάζει τον φόνο και παίρνει εκδίκηση. Ανθρωποι παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και βρίσκονται κυνηγημένοι στα βουνά. Η περιπέτειά τους δείχνει πόσο κυρίαρχα λειτουργεί στην τοπική κλειστή κοινωνία της υπαίθρου η γνώμη των άλλων ως (ημι)επίσημη μορφή κοινωνικού ελέγχου («Ο αρραβώνας»). Πάνω στο κοινό θεματολογικό πατρόν του «γκιακ» ο Παπαμάρκου ζωντανεύει σελίδες της ληστοκρατίας στην Ελλάδα, του εξαπλωμένου άτυπου θεσμού της αυτοδικίας («γδικιώθκα για το κακό που μου ‘χε γίνει», σ. 47), του δράματος των προσφύγων της Μικρασίας και της άξενης εγχώριας υποδοχής τους (σ. 72-73), περιστατικών αναίτιας βίας και αυθαιρεσίας εις βάρος αθώων και αμάχων που πηγάζουν από την (ψευδ)αίσθηση της υπεροχής και την αλλοτριωτική επίδραση του πολέμου («Σα βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί»), του ανορθόδοξου ερωτικού ενστίκτου που συνθλίβεται στον ημεδαπό χώρο δικών και φίλων («Γυάλινο μάτι»). Ιδιαίτερο είναι το αισθητικό αποτέλεσμα της «Παραλογής» στην οποία ο Παπαμάρκου αξιοποιεί τα μορφικά γνωρίσματα, τις τυπικές θεματικές ψηφίδες και τα στυλιστικά στοιχεία του πολύστιχου αφηγηματικού είδους της παραλογής σε τόνους σπαρακτικής διαμαρτυρίας απέναντι στον θάνατο.

Ο συγγραφέας αναθέτει τον ρόλο της διήγησης σε στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία και μεταφέρουν τις εμπειρίες τους με το προφορικό ηχόχρωμα της αρβανίτικης διαλέκτου, μιας αλβανικής προέλευσης διαλέκτου που μιλήθηκε πολύ περιορισμένα και σκόρπια για πάνω από πέντε αιώνες και σώζεται κυρίως μέσα από την προφορική παράδοση. Η τεχνοτροπία θυμίζει το εν μέρει ομόλογο θεματικά και εμβληματικό κείμενο του Στρατή Δούκα «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», στο οποίο οι ιδιωματικές φράσεις και τουρκικές λέξεις της διήγησης ενισχύουν την προφορικότητα του κειμένου. Οι διηγήσεις των ηρώων του «Γκιακ», ανθρώπων που προέρχονται από αρβανιτοχώρια της Ρούμελης, ηχούν με την αμεσότητα μιας απομαγνητοφωνημένης σχεδόν περιγραφής που αρκείται στη στοιχειώδη συντακτική δομή και στη λιτή παρατακτική σύνδεση των προτάσεων, στην πλήρη απουσία κάθε λυρικής πρόθεσης και στη δωρική ευθύτητα ενός γυμνού ρεαλισμού. Η διάσωση ψηγμάτων της αρβανίτικης προφορικότητας και ντοπιολαλιάς που δεν διαταράσσει διόλου τη ρέουσα βάση της λαϊκής δημοτικής υποστηρίζει έναν πλούσιο θεματικό καμβά που απαρτίζεται από λαϊκές παραμυθικές διηγήσεις, εγκλήματα τιμής, αθετήσεις του λόγου-συμβολαίου, ραδιουργίες, ηθικές δοκιμασίες, στοιχειά και δαίμονες, φυλαχτά που ξορκίζουν το κακό, βρικολακιάσματα («σ’ εκείνα τα μέρη είχε πεθάνει παλιά ένας ληστής κι έτσι που τον είχανε αφήσει άταφο γύρναε τα βράδια σα βρικόλακας», σ. 51), δοξασίες και τοπικούς θρύλους μιας υπαίθρου που δοκιμάζεται σκληρά από τη φτώχεια και τη βεντέτα. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα οι ήρωες καλούνται με μοιραίο τρόπο να αναμετρηθούν με τους παραδοσιακούς κώδικες ζωής που κουβαλούν, ενώ η εφιαλτική εμπειρία του πολέμου διυλίζεται επώδυνα μέσα τους. Είναι στιγμές που οι παλαιές ρήτρες τιμής και οι πάγιες κληρονομημένες βεβαιότητες δεν μπορούν να υπαγορεύσουν τον βηματισμό στα συναισθήματα και στη συνείδηση ανθρώπων που βγήκαν αλλαγμένοι και με διάθεση αναθεώρησης μέσα από την αιματηρή και ηθική δοκιμασία του πολέμου.

Δημοσθένης Παπαμάρκος

Γκιακ

Εκδ. Αντίποδες, Συλλεκτική έκδοση 2015, Σελ. 128,

Τιμή: 9 ευρώ