Οι χώροι της Μονής Λαζαριστών όπου αναπτύχθηκε η πρώτη έκθεση έργων της

συλλογής Ποπόβα. Από τα 1.272 έργα της Συλλογής Κωστάκη έχουν εκτεθεί περί τα

400, ενώ 800 και πλέον παραμένουν άγνωστα – πολλά δεν έχουν βγει καν από τα κιβώτια!

Πάνοπλοι Έλληνες αστυνομικοί και άνδρες της Ιντερπόλ, οχήματα, τελωνειακοί

υπάλληλοι, ένα πυροσβεστικό όχημα κι ένα τεράστιο κοντέινερ σχημάτιζαν το

κομβόι που έφτασε τα μεσάνυχτα της 7ης Οκτωβρίου 1998 έξω από τη Μονή

Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη.

Το φορτίο που ταξίδευε επί τέσσερις ημέρες από την Κολωνία ώς τη Θεσσαλονίκη

ήταν 72 πακέτα με 1.275 έργα τέχνης – μεγάλων στην πλειονότητα τους διαστάσεων

– και ήταν ασφαλισμένο για 50 εκατομμύρια δολάρια.

«Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που δόθηκε από ιδρύσεως του ελληνικού

κράτους για την αγορά έργων τέχνης», «η αγορά του αιώνα», «η μεγαλύτερη εθνική

επένδυση που έγινε εδώ και δύο αιώνες», δηλώνουν ακόμη και σήμερα οι Έλληνες

πολιτικοί. Το ίδιο επισημαίνουν και οι «Financial Times».

«H συλλογή θα φιλοξενηθεί προσωρινά στους χώρους-κελιά της Μονής Λαζαριστών

και θα εκτεθεί ολόκληρη σε περίπου δύο χρόνια, οπότε και αναμένεται η

μεταστέγαση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο πρώην βιομηχανικό

συγκρότημα της Υφανέτ», ήταν οι δεσμεύσεις των αρμοδίων κυβερνητικών

παραγόντων.

Στις 31 Μαρτίου του 2000, η περίφημη Συλλογή Κωστάκη αγοράστηκε και επίσημα

αντί 13,9 δισεκατομμυρίων δραχμών – ποσό που εξασφαλίστηκε με ισόποσο 10ετές

δάνειο του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (με την εγγύηση του Ελληνικού

Δημοσίου). Έκτοτε το δάνειο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων 6.000.000

ευρώ ετησίως.

Μέρος της συλλογής (περίπου 100 έργα) εκτέθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 στη Μονή

Λαζαριστών. H έκθεση – όπως και σειρά άλλων θεματικών που ακολούθησαν («Φως

και χρώμα», αφιέρωμα στον Σολομώντα Νικρίτιν, «Τέχνη και Ουτοπία», «H

κατάκτηση του αέρα» κ.ά.) ανέδειξε απλώς το πρόβλημα της Μονής (το κτίριο

είναι διαιρεμένο σε κελιά-χώρους που δεν βολεύουν ως εκθεσιακοί) και την

αναγκαιότητα μεταφοράς και ανάπτυξης της συλλογής στην Υφανέτ.

H υπόθεση Υφανέτ ξεκίνησε το 1985 όταν η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα

Μερκούρη «μίλησε» για τη δημιουργία Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.

Τα 12 στρέμματα του χώρου και τα (στεγασμένα) 18.000 τ.μ. του ιστορικού

υφαντουργείου στην Κάτω Τούμπα είχαν ήδη περάσει από την περίοδο της χούντας

στην Εθνική Τράπεζα, ύστερα από κατάσχεση λόγω χρεών.

Το θέμα επανήλθε επιτακτικά το 1997, η ανάπλασή του μάλιστα είχε ενταχθεί με

προϋπολογισμό 2,2 δισ. δραχμές στα Έργα Πολιτισμού του Οργανισμού Πολιτιστικής

Πρωτεύουσας με προγραμματιζόμενη περάτωση τον Δεκέμβριο του 1997, αλλά νομικά

– πολεοδομικά κωλύματα (έκδοση αδείας κ.ά.) την ανέβαλαν. Ακολούθησε

τροπολογία στη Βουλή και ένταξη στο πρόγραμμα «Πολιτισμός» του ΥΠΠΟ, ως

προστάδιο για το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης -έμεινε όμως εκτός ΚΠΣ.

Τον Σεπτέμβριο του 2005 το ΥΠΠΟ διόρισε νέο Διοικητικό Συμβούλιο στο Μουσείο

(η χήρα του συλλέκτη, κ. Αλίκη Κωστάκη δεν συμπεριλαμβάνεται στη νέα σύνθεση).

Έκτοτε άρχισαν οι διαφωνίες που οδήγησαν στην παραίτηση του καλλιτεχνικού

διευθυντή καθηγητή Μιλτιάδη Παπανικολάου τον Απρίλιο. Κυρίως όμως ματαιώσεις

προγραμματισμένων εκθέσεων («Σαμανισμός και Καντίνσκι», «Τέχνη και

Ιδεολογία»), ενώ σε εκκρεμότητα παραμένει η προγραμματισμένη για το 2007

έκθεση με έργα της Λιουμπόφ Ποπόβα -ώστε να αξιοποιηθούν έργα της πολύτιμης

συλλογής.

Το νέο Δ.Σ. και ο πρόεδρος κ. Γιώργος Τσάρας «κατηγορούν» την

προηγούμενη διοίκηση για αδιαφορία ως προς την καταγραφή και συντήρηση των

έργων (είκοσι, λέει, χρειάζονται άμεση συντήρηση). Ο πρώην διευθυντής αντιδρά

επικαλούμενος την επιστημονική καταγραφή των έργων από το Μουσείο Γκουγκενχάιμ

της Νέας Υόρκης από το 1980, τη συντήρησή τους και τις ιδανικές συνθήκες

φύλαξης στα υπόγεια της Μονής Λαζαριστών.

«Δεν νομίζω πως τα έργα χρειάζονται πρόσθετη συντήρηση. Παραδόθηκαν σε άψογη

κατάσταση. Το πρόβλημα είναι πως θα πρέπει κάποτε να εκτεθούν», δηλώνει στα

«NEA» η κ. Αλίκη Κωστάκη.

Στον τομέα συντήρησης του ΚΜΣΤ εργάζεται όμως μία μόνο εξειδικευμένη υπάλληλος

συντηρητής έργων τέχνης, δίχως την αρωγή ούτε ενός μηχανήματος.

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. κατέφυγε, όπως δηλώνει, «ως επαίτης» στο νοσοκομείο

ΑΧΕΠΑ όπου του υποσχέθηκαν την παραχώρηση πεπερασμένης τεχνολογίας μαστογράφων

που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ακτινογράφηση των έργων!

Στο μεταξύ, το κτίριο της Υφανέτ εγκαταλελειμμένο αποτελεί εστία ρύπαννσης και

στεγάζει, χρόνια, νεαρούς καταληψίες. Από το ΥΠΠΟ υποτίθεται ότι προωθείται η

εξαγορά του κτιρίου (σε επαφές με τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας) για τον

επαναπροσδιορισμό του τιμήματος (από τα 10.200.000 ευρώ αρχικά). H υπόθεση

βρίσκεται από την 1η Ιουνίου στη διεύθυνση απαλλοτριώσεων και ακίνητης

περιουσίας του ΥΠΠΟ. Ενώ το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης

παραμένει ακέφαλο, καθώς εκκρεμεί διορισμός νέου διευθυντή.

Τα σημαντικότερα

Το «Μαύρο ορθογώνιο» του Καζμίρ Μάλεβιτς (1915), που σηματοδοτεί την έναρξη

της «ρώσικης πρωτοπορίας», κυρίως γι’ αυτό που κρύβει το μαύρο…


Ο «εκφραστικός ρυθμός» του Αλ. Ροτσένκο για την πρωτοπόρα πρόταση στα χρόνια

του σταλινικού ρεαλισμού


«H γυναίκα που ταξιδεύει» της Λιουμπόφ Ποπόβα (1914) που στον τιμοκατάλογο της

γκαλερί της Αγ. Πετρούπολης όπου εκτέθηκε τιμούνταν – τότε – 300 ρούβλια


H «Μελέτη προσωπογραφίας» της Λιουμπόφ Ποπόβα, που το πίσω μέρος της (το

κυβιστικό σχέδιο «Des canons») αποκαλύφθηκε κατά τη συντήρησή του


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗΣ

Ο οδηγός που έγινε συλλέκτης

«Ήταν σήματα σε μένα. Δεν με ένοιαζε τι ακριβώς ήταν, αλλά κανένας δεν ήξερε

τι είναι οτιδήποτε εκείνες τις μέρες» έγραφε για τα έργα της ρωσικής

πρωτοπορίας το 1977 – χρονιά φυγής του από την πρώην Σοβιετική Ένωση – ο

συλλέκτης Γεώργιος Κωστάκης (1913-1990). Λάτρεψε τα έργα όταν εργαζόμενος σαν

οδηγός για την ελληνική πρεσβεία και ως επικεφαλής του προσωπικού στην

καναδική πρεσβεία μετέφερε και ξεναγούσε ξένους διπλωμάτες σε γκαλερί και

μουσεία της ΕΣΣΔ. Από το 1945 ώς το 1970 το διαμέρισμά του στη Μόσχα είχε

μετατραπεί σε ανεπίσημο μουσείο μοντέρνας τέχνης.