«Τα γερμανικά στρατεύματα υποβοηθούμενα από τις ελληνικές ομάδες ασφαλείας

πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους».

Με αυτή τη φράση, που αποκαλύπτει για πρώτη φορά και την ελληνική συμμετοχή

στη σφαγή των Καλαβρύτων, αρχίζει το τηλεγράφημα που έστειλε από το Κάιρο στις

22 Δεκεμβρίου 1943 ο Βρετανός διπλωμάτης κ. Λίπερ προκειμένου να ενημερώσει

την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.

1. Το τηλεγράφημα του Φόρεϊν Όφις, το οποίο ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση

στο Κάιρο για την καταστροφή των Καλαβρύτων, κάνει ξεκάθαρα λόγο για τη

συμμετοχή Ελλήνων στις αγριότητες – 2. Ο ταγματάρχης Lege και ο λοχίας των

S.D. Doenhert (Τένερ). Πίσω, γερμανοντυμένοι Έλληνες του τάγματος «Λεωνίδας»

από τη Λακωνία (Πηγή IAK) – 3. Τα πυρπολημένα Καλάβρυτα (Πηγή IAK) – 4. Ο

διεκπεραιωτής της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», διοικητής του I/749 Jager Regiment

Hans Ebersberger (Πηγή IAK)

Το τηλεγράφημα, απόρρητο μέχρι πριν από λίγο καιρό από το Φόρεϊν Όφις, έρχεται

για πρώτη φορά στη δημοσιότητα για να φωτίσει μια σκοτεινή σελίδα της

τραγωδίας των Καλαβρύτων.

«Μαζί με το τάγμα του Εμπερσμπέργκερ που πραγματοποίησε την επιχείρηση των

Καλαβρύτων, βρίσκονταν και 300 γερμανοντυμένοι Έλληνες. H μονάδα αυτή έκαψε

και εκτέλεσε τον ανδρικό πληθυσμό στα Μελίσσια, Ρογούς, Κερπινή, Ζαχλωρού,

Βραχνί, Σουβάρδο και Μέγα Σπήλαιο. Οι Έλληνες που συμμετείχαν ήταν μέλη

συγκεκριμένων ομάδων», αποκαλύπτει στα «NEA» ο 93χρονος Γιάννης Λαμπρόπουλος,

επίσημος διερμηνέας – μεταφραστής των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην

ευρύτερη περιοχή του Αιγίου. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο 1988 ο κ.

Λαμπρόπουλος κατέθεσε σε μνημονικό πρωτόκολλο στο Ιστορικό Αρχείο

Κανελλόπουλου όλα όσα γνώριζε για τις ενέργειες των Γερμανών και των Ελλήνων

συνεργατών τους, οι οποίες προηγήθηκαν της σφαγής. Το τελευταίο διάστημα, η

μαρτυρία αυτή διασταυρώθηκε από τους ερευνητές.

H επιχείρηση «Καλάβρυτα» άρχισε 5 Δεκεμβρίου και ολοκληρώθηκε 15 του ίδιου

μήνα με απολογισμό την πυρπόληση της ιστορικής πόλης των Καλαβρύτων, είκοσι

τριών χωριών και οικισμών της Επαρχίας Καλαβρύτων, καθώς και των μονών M.

Σπηλαίου, Αγίας Λαύρας και Ομπλού, με συνολικά 800 εκτελεσθέντες αμάχους. Ο

συνολικός αριθμός των γερμανικών στρατευμάτων ξεπερνούσε τους 3.000

στρατιώτες.

Μόνο 800 Γερμανοί. Από αυτούς, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός ερευνητής

Δημήτρης Κανελλόπουλος, μόνο οι 800 ήταν Γερμανοί. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν

Έλληνες συνεργάτες των ναζί, που δεν δίστασαν να σκοτώσουν άμαχους συμπολίτες

τους. Εκτός από τους 300 γερμανοντυμενους που συνέδραμαν στη σφαγή, ακόμη

1.500 είχαν παραταχθεί περιμετρικά της περιοχής με τις δυνάμεις του

συνταγματάρχη Βόλφιγκερ.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Λαμπρόπουλου, αυτοί προέρχονταν από τα τάγματα

«Λεωνίδας» από τη Λακωνία, ομάδες από την Ηλεία και την Κόρινθο, ενώ

μεταφέρθηκαν και ομάδες ταγματασφαλιτών από τη Θήβα και τα Μέγαρα. Ακόμη 300

ταγματασφαλίτες είχαν ακολουθήσει τη μονάδα AA 116 των ποδηλατιστών από τη

Μεγαλόπολη. Στους Έλληνες ταγματασφαλίτες δόθηκε ρουχισμός και οπλισμός από

τις αποθήκες της Βέρμαχτ στο Αίγιο και την Πάτρα. Δεν τους δόθηκαν όμως κράνη,

παρά μόνο τζόκεϊ, ώστε να ξεχωρίζουν από τους Γερμανούς στρατιώτες.

Από τις διαπραγματεύσεις στις μαζικές εκτελέσεις

H αντίστροφη μέτρηση για τα Καλάβρυτα άρχισε στις 22 Οκτωβρίου 1943, όπως

αποκαλύπτει ο τότε διερμηνέας των γερμανικών δυνάμεων κατοχής: Ένα σήμα από το

Βελιγράδι, όπου βρισκόταν το αρχηγείο της Βέρμαχτ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη,

έδινε τη ρητή εντολή για την καταστροφή των Καλαβρύτων με χρήση εμπρηστικών

βομβών. Αυτό όμως ματαιώθηκε για τεχνικούς λόγους, καθώς δεν ήταν διαθέσιμος ο

απαραίτητος αριθμός αεροσκαφών από τη Λουτβάφε.

Είχε προηγηθεί η αιχμαλωσία 81 ναζί στρατιωτών του λόχου 5/749 από τις

δυνάμεις του ΕΛΑΣ και οι αποτυχημένες διαβουλεύσεις των ναζί με τους Έλληνες

αντάρτες. «Ο Εμπερσμπέργκερ και ο Τένερ κάλεσαν τον Μητροπολίτη Αιγιαλείας και

Καλαβρύτων Θεόκλητο και του ζήτησαν να μεσολαβήσει στον αρχηγό του ΕΛΑΣ,

σμήναρχο Μίχο, ώστε να απελευθερωθούν αμέσως οι αιχμάλωτοι της μάχης Ρογών –

Κερπινής και να επιστραφεί ο οπλισμός τους», καταθέτει ο κ. Λαμπρόπουλος, που

εκτελούσε χρέη διερμηνέα και σε εκείνη τη συνάντηση. Την ημέρα εκείνη, οι ναζί

αξιωματικοί προειδοποίησαν ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ΕΛΑΣ θα

επακολουθούσαν ανελέητα αντίποινα σε Καλάβρυτα και Αίγιο και θα εκτελούνταν

4.500 Έλληνες. «Ο Θεόκλητος τους δήλωσε πως η επιρροή του στον ΕΛΑΣ είχε

εκμηδενιστεί, εξαιτίας κάποιων επεισοδίων που είχαν προηγηθεί και συνεπώς δεν

θα μπορούσε να βοηθήσει. Αυτοί όμως ανένδοτοι, απείλησαν να τον στείλουν σε

στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Τελικά τις διαπραγματεύσεις ανέλαβε

ομάδα επιφανών Αιγιωτών υπό τον αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο», λέει ο κ.

Λαμπρόπουλος. Από τις 5 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να

επιτύχουν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων τους, χωρίς όμως να ικανοποιούν

αίτημα του ΕΛΑΣ για απελευθέρωση στελεχών του KKE.

Εντολή στον Βόλφιγκερ. Στις 29 Νοεμβρίου, ο συνταγματάρχης Τζούλιους

Βόλφιγκερ που είχε έδρα την Πάτρα, διατάχτηκε να οργανώσει την «Επιχείρηση

Καλάβρυτα». «Έλληνες ταγματασφαλίτες και δωσίλογοι από τα Καλάβρυτα

διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συγκέντρωση πληροφοριών», υποστηρίζει ο

ιστορικός ερευνητής κ. Δημήτρης Κανελλόπουλος.

Αφορμή για το Ολοκαύτωμα ήταν η εκτέλεση των αιχμαλώτων του 5/749 από τον

ΕΛΑΣ. Ο γερμανικός λόχος αποτελούνταν από 105 άντρες, με επικεφαλής τον

Αυστριακό λοχαγό Σρέμπερ. Οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν βοηθητικοί, ενώ οι

περισσότεροι στρατιώτες είχαν προσβληθεί από μαλάρια. Επιπλέον τους ανατέθηκε

χωρίς ιδιαίτερο εξοπλισμό να φτάσουν στα Καλάβρυτα, με αποτέλεσμα την

αιχμαλωσία τους στη μάχη Ρογών – Κερπινής (16-17/10/1943).

Στις 7 Δεκεμβρίου, η ηγεσία του ΕΛΑΣ αποφάσισε να εκτελέσει τους Γερμανούς

αιχμαλώτους, ύστερα από εντολή των βρετανικών δυνάμεων. Άρχιζε η αντίστροφη

μέτρηση: Στις 12 Δεκεμβρίου όλοι οι άντρες από ηλικίας 13 ετών και άνω

εκτελέσθηκαν και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν τα σπίτια τους.