Χάρτης της Κέρκυρας (17ος αι.). Διακρίνεται το χωριό Χωροεπίσκοποι, πάνω στην

οροσειρά του Παντοκράτορα. (Μουσείο Μπενάκη)

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της βενετικής κυριαρχίας στα νησιά του Ιονίου

ήταν η αδυναμία απόλυτης επιβολής της κεντρικής εξουσίας. Η θέση των νησιών

μακριά από το Κέντρο και οι ιδιόρρυθμες συνθήκες στον χώρο της αυτοδιοίκησης

επέτρεπαν μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας των ισχυρών και, κυρίως, του στρώματος

των πολιτών (των «ευγενών») των νησιών. Η αυθαιρεσία τους έπαιρνε επικίνδυνες

διαστάσεις σε σχέση με τα πιο ευάλωτα στρώματα και ιδίως με τις μάζες της

υπαίθρου. Η απόσταση από την πόλη, η τρομοκράτηση, η φτώχεια, η αγραμματοσύνη

και οι ποικίλες σχέσεις εξάρτησης-προστασίας ήταν παράγοντες που αύξαναν τη

μειονεξία των χωρικών. Οι διαμαρτυρίες και οι εκκλήσεις τους ήταν τυφλές και

ατελέσφορες. Όχι μόνο συχνά δεν κατόρθωναν να φτάσουν στους αποδέκτες ­ εφόσον

μεσολαβητές, κατά κύριο λόγο, ήταν τα επίσημα όργανα της κοινότητας των

πολιτών, δηλαδή οι καταγγελλόμενοι καταπιεστές τους! ­ αλλά και όταν η Βενετία

διέταζε μέτρα, σπάνια εφαρμόζονταν: σχεδόν πάντα οι Βενετοί αξιωματούχοι των

νησιών μπλέκονταν στο δίκτυο της ηγεμονίας των ντόπιων ισχυρών.

Στην Κέρκυρα το πράγμα γνώριζε ιδιαίτερη οξύτητα. Οι πηγές μαρτυρούν για τις

δύο μεγάλες πληγές της υπαίθρου: την αδυναμία των χωρικών να απευθυνθούν στη

δικαιοσύνη και το όργιο της τοκογλυφίας.

Στις αστικές δίκες, βεβαίωνε το 1636 ο βάιλος Ιερώνυνος Τριβιζάν, οι χωρικοί

υπέφεραν «από την πανουργία και την εκμετάλλευση των δικηγόρων και των

επιτρόπων», ενώ στις ποινικές δίκες, όταν ένας χωρικός κατήγγελλε έναν ευγενή

ή κάποιον ισχυρό, ήταν αδύνατον να γίνει ακόμη και η ανάκριση, εφόσον «πολύ

δύσκολα» προσέρχονταν στη Διοίκηση οι ετήσιοι δικαστές και οι σύνδικοι, η

παρουσία των οποίων ήταν απαραίτητη. Όγκοι μηνύσεων στοιβάζονταν στα συρτάρια

της Γραμματείας της βενετικής Διοίκησης. Το 1633 μία κοινή καταγγελία

«επιτρόπων εκλεγμένων από μεγάλο αριθμό ποπολάρων και χωρικών» ανέφερε ότι

«δεν υπάρχει αδικία κατά της περιουσίας, της ζωής και της τιμής, που να μην

μας κάνουν οι πολίτες… Και αν κανείς δικηγόρος θελήσει να μας υπερασπιστεί,

αμέσως κατηγορείται ως υποκινητής του λαού».

Η πληγή της τοκογλυφίας, τα γνωστά «προστύχια», αποτελούσε το εύκολο μέσο

πλουτισμού των ισχυρών. Οι χωρικοί δανείζονταν ποσά στη διάρκεια του χρόνου,

την εποχή που οι τιμές των προϊόντων ήταν χαμηλές, με την υποχρέωση να

πληρώσουν σε είδος στην ορισμένη προθεσμία. Ο πιστωτής επεδίωκε την πληρωμή

του χρέους σε περιόδους που οι τιμές ήταν υψηλές ή προφασιζόταν διάφορους

λόγους για την αναβολή της πληρωμής, στην περίπτωση που ο οφειλέτης ήταν σε

θέση να πληρώσει.

Αποδεικτικά στοιχεία σπάνια υπήρχαν και πολύ συχνά το χρέος μεγάλωνε τόσο, που

εύκολα πολλές περιουσίες άλλαζαν χέρια, οικογένειες αναγκάζονταν να φύγουν και

μικροκτηματίες γίνονταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι: η φράση «η πανούκλα των

προστυχίων» έχει την αλήθεια της. Το 1616 ο βάιλος Λορέντζο Κονταρίνη ανέφερε

στη Σύγκλητο ότι «όλοι ανεξαιρέτως οι ισχυροί δεν ερυθριούν να ασκούν δημόσια

τοκογλυφία κυρίως εις βάρος των χωρικών» και ζητούσε έκτακτα μέτρα, διότι οι

δικαιοδοσίες της Διοίκησης του νησιού δεν επαρκούσαν. Μέτρα, όμως, δεν

λαμβάνονταν.

Ο ιστορικός Ερμάννος Λούντζης (1856) ήταν σαφής στην κρίση του: «Αν δε κατ’

αλήθειαν εξακριβώσωμεν των ημετέρων χωρικών (δηλαδή των νησιών του Ιονίου) την

κατάστασιν, αν όχι μεν δικαιώματι και κατά ρητόν νόμον, πράγματι δε κατά

συνήθειαν εδύναντο να θεωρηθώσι μάλλον ως δουλοπάροικοι».

Μα οι χωρικοί ήταν μόνοι τους; Δεν ήταν αλληλέγγυοι με τις μάζες των ποπολάρων

της πόλης, που υφίσταντο επίσης την αυθαιρεσία των πολιτών; Στο διάστημα

1633-1644, όταν η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς της κοινότητας και η

αντιδικία των ποπολάρων με τους μηχανισμούς της οδήγησαν τους τελευταίους στο

αίτημα για θεσμοθέτηση των «δικηγόρων υπερασπιστών του λαού», φάνηκε ότι

καταρχήν το αίτημα το υποστήριζαν και οι χωρικοί. Οι ποπολάροι είχαν κάθε λόγο

να δείξουν ότι το αίτημα είχε μεγάλη κοινωνική βάση. Όμως, πέρα από την τελική

αποτυχία του εγχειρήματος, το 1638, οι χωρικοί απηύθυναν έκκληση στη Βενετία,

υποστηρίζοντας ότι ο θεσμός αυτός θα βοηθούσε μόνο τους κατοίκους της πόλης,

εφόσον εκείνοι δεν μπορούσαν ούτε να συνεισφέρουν στην πληρωμή των δικηγόρων

ούτε να πηγαίνουν στην πόλη για να τους αναθέτουν τις υποθέσεις τους. Είναι

φανερό ότι οι ποπολάροι χρησιμοποιούσαν για τους δικούς τους σκοπούς την

απελπισία των χωρικών.

1652. Εδώ και επτά χρόνια είχε αρχίσει ο Κρητικός πόλεμος. Η στροφή της

προσοχής στην υπεράσπιση της Κρήτης οδηγούσε σε χαλάρωση την εσωτερική

διοίκηση, επιτρέποντας τον πολλαπλασιασμό της ασυδοσίας. Η αύξηση των

οικονομικών βαρών, η διαρκής αποστολή τροφίμων και πολεμοφοδίων στην Κρήτη, οι

αλλεπάλληλες στρατολογήσεις του αγροτικού πληθυσμού επιδείνωναν την κατάσταση

της υπαίθρου. Η υπηρεσία στις γαλέρες έπεφτε στις πλάτες των χωρικών και,

μάλιστα, όσων δεν είχαν τον τρόπο να εξαιρεθούν, είτε νόμιμα είτε παράνομα,

χρησιμοποιώντας την προστασία κάποιου ισχυρού. Οι οικονομικές, όμως, και άλλες

υποχρεώσεις των χωρικών παρέμεναν αμείωτες· το ίδιο και η αυθαιρεσία των

γαιοκτημόνων· το ίδιο και η τοκογλυφία.

Γαίες της βαρονίας Corner στο χωριό Μαγουλάδες (1744) (Σπ. Ασδραχάς, «Οι

αναγραφές και ο κόσμος τους», Κέρκυρα: Ιστορία αστική ζωή και Αρχιτεκτονική

14ος-19ος αι., Κερκύρα 1994, σ. 85).

Τέλη Ιουνίου του 1652. Στο χωριό Χωροεπίσκοποι, στο βαϊλάτο του Γύρου στο

βόρειο μέρος της Κέρκυρας, μία από τις τέσσερις περιφέρειες στις οποίες

διαιρείτο η ύπαιθρος, ένα συμβάν επρόκειτο να μετατραπεί σε θρυαλλίδα που θα

ανάψει τη μεγάλη φωτιά. Ο γιος του γαιοκτήμονα Ρεγγίνη πηγαίνει για να ζητήσει

το σολιάτικο από μία οικογένεια καλλιεργητών. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν, αλλά σε

λίγες ημέρες εμφανίστηκε ο γαιοκτήμονας για να ζητήσει τα ίδια. Στην αντίδραση

της οικογένειας απάντησε: «Η πληρωμή στον γιο μου δεν μετράει, γιατί το

αφεντικό είμαι εγώ». Μη βρίσκοντας τίποτε άλλο, άρπαξε κάποια εργαλεία και

καβάλησε το άλογό του για να φύγει. Πίσω του εξακοντίζονταν οι κατάρες και τον

συντρόφευαν οι βρισιές των θυμάτων. Έξω από το χωριό συνάντησε τους χωρικούς

που γυρνούσαν από τα χωράφια. Εκείνοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, όρμησαν και

τον κακοποίησαν. Ήταν η αρχή. «Όπως και η πιο μικρή σύγχυση», σχολίαζε

μελαγχολικά ο προβλεπτής και καπετάνιος Ιερώνυμος Φοσκαρίνη, «αναστατώνει την

ανθρώπινη υγεία, όταν εξαιτίας προηγούμενων αιτιών οι χυμοί του σώματος είναι

ταραγμένοι, έτσι από μια μικρή σπίθα γεννιώνται οι μεγάλες πυρκαγιές».

Το συμπυκνωμένο μίσος έψαχνε διέξοδο. Ακαριαία. Συγκεντρώθηκαν ομάδες από τα

γύρω χωριά. Οι ταραχές απλώθηκαν σε ολόκληρο το βαϊλάτο του Γύρου και σε

μεγάλο μέρος του γειτονικού βαϊλάτου του Όρους: κακοποιήσεις γαιοκτημόνων,

λεηλασίες κατοικιών, πυρκαγιές, καταστροφή περιουσιών. Οι γαιοκτήμονες δεν

τολμούσαν να εμφανιστούν στην ύπαιθρο, η αναταραχή απλωνόταν.

Το βαϊλάτο του Γύρου βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία του εκάστοτε Βενετού

βαΐλου και γνωρίζουμε ότι πολλές καταγγελίες χωρικών για καταχρήσεις των

γαιοκτημόνων παρέμεναν ανενεργές στα συρτάρια του βαΐλου. Γι’ αυτό ακριβώς ο

τότε βάιλος Ιωάννης Μπέμπο ανέφερε ψευδόμενος στη Σύγκλητο ότι οι χωρικοί

«ποτέ δεν παραπονέθηκαν για καταχρήσεις των πολιτών εις βάρος τους, αλλά

αυθαιρετώντας και δίχως να αναγνωρίζουν κανέναν ανώτερο, δίχως καν να

παραπονεθούν στη Διοίκηση, όπως όφειλαν, για να λάβουν την αρμόζουσα

ανακούφιση, πήραν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους».

Ο Φοσκαρίνη, καταρχήν, απέστειλε κατά των εξεγερμένων τον διοικητή του ιππικού

με τις δυνάμεις του. Αντίστροφο αποτέλεσμα: όχι μόνο «δεν βρήκε τον

απαιτούμενο σεβασμό», αλλά οι εξεγερμένοι πολλαπλασιάστηκαν. Τότε επιχείρησε

τη συνδιαλλαγή, σπεύδοντας να συναντήσει ο ίδιος τους εξεγερμένους. Αρκετοί

πολίτες γαιοκτήμονες προσφέρθηκαν να τον συνοδέψουν, αλλά εκείνος αρνήθηκε,

για να μην ερεθίσει τους χωρικούς. Καλύπτοντας την πρόσκαιρη αδυναμία του,

εξαιτίας της έλλειψης ικανών στρατιωτικών δυνάμεων, υπό τον μανδύα του

ανθρωπισμού ­ «δεν ταιριάζει στον δόγη η αυστηρότητα απέναντι στους υπηκόους

του, που είναι σαν παιδιά του» ­ ζήτησε να του υποβάλουν τα αιτήματά τους.

Εκείνοι κατήγγειλαν τους γαιοκτήμονες και φεουδάρχες για προσβολές των

γυναικών τους, για παράνομες αγγαρείες, για ιδιοποιήσεις των προϊόντων και των

περιουσιών τους, κυρίως όταν εκείνοι υπηρετούσαν στις γαλέρες, για

καταλήστευσή τους μέσω της τοκογλυφίας, για αδυναμία να βρουν το δίκιο τους.

«Κατέληξαν σ’ αυτές τις ταραχές», σημείωνε, «για να παρακινήσουν την υπέρτατη

χείρα της Δικαιοσύνης να σταματήσει μια για πάντα τις βλάβες που υφίστανται».

Οι συναντήσεις συνέτειναν σε πρόσκαιρη εκτόνωση.

Μετά τις υποσχέσεις οι χωρικοί διαλύθηκαν, αλλά ο χρόνος περνούσε και μη

βλέποντας άμεσα αποτελέσματα, επανήλθαν: έπιασαν το βουνό του Παντοκράτορα και

οι βιαιότητες επέτρεψαν πιο έντονες. Όμως, η περίοδος της «επιείκειας» έληξε,

όταν έφτασε ο γενικός προβλεπτής Μάρκος Μολίν με ικανές δυνάμεις. Οι κακά

οπλισμένοι και ανοργάνωτοι χωρικοί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μεγάλη

δύναμη που βγήκε στην ύπαιθρο. Η αγριότητα των Βενετών αντικατέστησε την

προηγούμενη «επιείκεια». Συνελήφθησαν πολλοί, κάηκαν σπίτια και περιουσίες και

επιβλήθηκαν βαριές ποινές. Ο ένας αρχηγός των εξεγερμένων, ο Στέλιος Ραματάς,

συνελήφθη και θανατώθηκε μαζί με πολλούς άλλους, ενώ ο άλλος, ο Σεβαστιανός

Γουδέλης, επικηρύχτηκε, παρουσιάστηκε στις αρχές και καταδικάστηκε σε υπηρεσία

στις γαλέρες. Η ίδια τύχη περίμενε και αρκετούς ακόμη επικηρυγμένους χωρικούς.

Η κοινότητα της Κέρκυρας έστειλε πρεσβεία στη Βενετία, ζητώντας επιπλέον

καταδίκες. Οι πρέσβεις, αφού προειδοποίησαν τη Βενετία ότι «έτσι αρχίζουν οι

εξεγέρσεις, πρώτα εναντίον των ιδιωτών, για να καταλήξουν εναντίον του

ηγεμόνα», ζήτησαν την αποστολή ανώτατου αξιωματούχου για ανακρίσεις σε βάθος

και επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών. Η Βενετία ανέθεσε στον Ανδρέα Κορνέρ να

πάρει μέτρα. Οι αποφάσεις του, τον Ιούνιο του 1653, δείχνουν ότι η Βενετία

κατανοούσε μεν τα προβλήματα των χωρικών, αρνιόταν όμως να πάρει ριζικά μέτρα

προς παρεμπόδιση της ασυδοσίας. Ο Κορνέρ επιχείρησε να ισορροπήσει κάπως το

ζήτημα της τοκογλυφίας, θεσπίζοντας αυστηρές διατάξεις για τη σύναψη των

δανείων αυτού του είδους.

Οι «ευγενείς» ένιωθαν μεν ευχαριστημένοι από την καταστολή, αλλά ως προς τη

συνέχιση των ανακρίσεων δεν είχαν λόγους να είναι ικανοποιημένοι. Την επόμενη

χρονιά ο Κορνέρ ανέλαβε καπετάνιος της Κρήτης και οι ανακρίσεις διακόπηκαν.

Κάτι από την οργή και την αμηχανία των Κερκυραίων πολιτών διασώζει ο

πικρόχολος λόγος του Κερκυραίου ιστορικού Ανδρέα Μάρμορα, το 1672: οι

ανακρίσεις διακόπηκαν «είτε εξαιτίας της μεγαλοθυμίας του ηγεμόνα είτε διότι η

πληγή άγγιζε κάποιο ευγενές μέταλλο, από το οποίο το σίδερο έπρεπε να

απομακρυνθεί». Εννοεί, άραγε, ότι κάποιοι πολίτες ισχυροί ήταν αναμεμειγμένοι

στα γεγονότα, υποκινώντας την εξέγερση; Δεν το γνωρίζουμε.

Ο Μάρμορας, ωστόσο, και όλοι οι Κερκυραίοι πολίτες θα έπρεπε να είχαν

συνειδητοποιήσει ότι η βενετική πολιτική στόχευε πάντα στη «διόρθωση των

στρεβλώσεων», στην επαναφορά του διασαλευμένου status, αλλά όχι στην εξόντωση

του αντιπάλου, όπως εκείνοι θα επιθυμούσαν. Για τη Βενετία, ο αγροτικός κόσμος

ήταν χρήσιμος και ειδικά μέσα στη δίνη του συνεχιζόμενου Κρητικού πολέμου…

Η εξέγερση του 1652, αυθόρμητο γέννημα της καταπίεσης, ανοργάνωτη, δίχως

γενικούς στόχους, δίχως αποτελέσματα, δίχως καν να αγγίξει το σύνολο της

υπαίθρου, μέσα στο στιγμιαίο της έκρηξης, φωτίζει τις κρυφές πτυχές μιας

πραγματικότητας. Ένα σύντομο, βίαιο γεγονός, που στρέφει την προσοχή μας στην

ασφυξία της υπαίθρου, αναδείχνοντας τις παραμέτρους της ζωής ενός κόσμου που

ζούσε στη σιωπή και στην πολυειδή εξάρτηση, δέσμιος των ποικίλων αντιφάσεων. Η

έξαρση του 1652 δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Η κακοδιοίκηση συνεχίστηκε, οι

αυθαιρεσίες των γαιοκτημόνων δεν σταμάτησαν και το «προστύχιο» συνέχισε να

δυναστεύει τους χωρικούς. Το 1670 ο γενικός προβλεπτής Μπερνάρντο

καταπολεμούσε πάντα την «πανούκλα των προστυχίων» και το 1760 ο γενικός

προβλεπτής Γκριμάνη θεωρούσε ακόμη τα «προστύχια» ως τη μεγαλύτερη πληγή των

χωρικών όλων των νησιών και έπαιρνε μέτρα προστασίας των αδυνάτων…

Το γεγονός, ωστόσο, αποτελεί ένα έναυσμα έρευνας. Είναι μία σχισμή στο πέπλο

του κυρίαρχου λόγου, καθώς αφήνει να ακουστούν οι φωνές ενός άλλου κόσμου:

ενός κόσμου πέρα από την πόλη.

«Είναι αλήθεια ότι το χέρι μπορεί να απαιτήσει να μην υπηρετεί και να μην

τροφοδοτεί το στόμα, αλλά αν δεν υπηρετήσει, από την έλλειψη της δύναμης που

προσφέρει η τροφή, και αυτό ακόμη θα εξασθενήσει. Η ισότητα είναι καλή, αλλά

με την αριθμητική αναλογία, σύμφωνα με την οποία οι αριθμοί συνυπάρχουν μεν,

έχουν, όμως, διαφορετικό ρόλο και απολύτως διακριτή θέση. Αν το Μηδέν ήθελε να

προηγηθεί των αριθμών ή να βρεθεί στην ίδια θέση, πώς θα γίνονταν οι

αριθμητικές πράξεις; Και ο Θεός ακόμη, που έκανε τέλεια όλα τα έργα του,

ηθέλησε να διατηρηθεί αναλλοίωτη η τάξη ανάμεσα στα δημιουργήματά του. Ένα

πρώτο ακίνητο ­ που θα ήταν ο ηγεμόνας της κυβέρνησης ­ διοικεί τα πάντα και

με την κίνησή του κινούνται οι σφαίρες, αν και το φυσικό τους ένστικτο τις

σπρώχνει σε αντίθετη φορά. Σ’ αυτούς τους κυρίαρχους κύκλους, που ο ένας

παραχωρεί την προτεραιότητα στον άλλον, υποτάσσονται οι μονάδες. Η γη δεν

παραπονιέται που είναι τελευταία και καταδικασμένη σε κόπους… Αν ήθελε να

ανυψωθεί από τη θέση της και, σύμφωνα με την εσφαλμένη γνώμη του Κοπέρνικου,

απαιτούσε να κινηθεί και να γίνει ουρανός των ουρανών, πόσες αταξίες δεν θα

βλέπαμε στο Σύμπαν;».

Α. Marmora, Historia di Corfu (1672): «Μία εικόνα που αντανακλά την άποψη

των Κερκυραίων «ευγενών» για τη σταθερότητα της κοινωνικής δομής: η

συγκεκριμένη κοινωνική ιεράρχηση όχι μόνο είναι η μόνη «λογική», αλλά και

αντανακλά τη θεϊκή τάξη. Άρα κάθε προσπάθεια αλλαγής είναι και παράλογη και

«αμαρτωλή»».


Βιβλιογραφία

­ Bacchion Ε., ΙΙ dominio Veneto su Corfu (1386-1797), Βενετία

1956.

­ Γιωτοπούλου – Σισιλιάνου Έλλη, «Κοινωνικά προβλήματα στην Κέρκυρα και

αντιμετώπισή τους από τους Βενετούς, όπως προκύπτουν από τις πηγές και κυρίως

από τα κείμενα των πρεσβειών», Κερκυραϊκά, Αθήνα 1997.

­ Marmora Α., Historia di Corfu, Βενετία 1672.

­ Pojago G., Le leggi municipali delle Isole Ionie dall’ anno 1386

fino alla caduta della Repubblica, τ. 1, Κέρκυρα 1846.

* Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας στηρίζεται σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό,

σημαντικό μέρος του οποίου πρόθυμα μού παραχώρησε η κ. Γιωτοπούλου –

Σισιλιάνου. Την ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.

Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι Διδάκτωρ Ιστορίας