«Η υπόθεση είχε εκδικαστεί στην Κεφαλονιά. Κατηγορουμένη για παιδοκτονία

ήταν μια νέα κοπέλα από ένα ορεινό χωριό της Ηλείας. Είχε μείνει έγκυος, ο…

δράστης την είχε εγκαταλείψει και εκείνη ­ όπως γίνεται πάντα ­ δεν τόλμησε να

αποκαλύψει την εγκυμοσύνη της σε κανέναν. Το έκρυβε έως τη στιγμή του τοκετού,

που επίσης κανείς δεν αντελήφθη. Φοβούμενη τον διασυρμό, τον δικό της και της

οικογένειάς της, έπνιξε το νεογέννητο μόλις το γέννησε. Θυμάμαι πολύ καλά,

παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει από τότε περίπου δέκα χρόνια, τις

προσπάθειες που κατέβαλε ο πρόεδρος του δικαστηρίου να πείσει τους δύο

συνέδρους ­ εμένα και τον άλλο συνάδελφο ­ καθώς και τους ενόρκους, να την

κρίνουμε με αυστηρότητα. Είχε την άποψη ότι μια γυναίκα που σκοτώνει το παιδί

της πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά. Προσωπικά πιστεύω πως η πράξη της και μόνο

αποτελεί για την ίδια ισόβια τιμωρία. Μέσα της, μια μητέρα που φτάνει στο

σημείο να αφαιρέσει τη ζωή του παιδιού της σε στιγμή απόγνωσης, δεν το

ξεπερνάει ποτέ. Το να σκοτώσεις οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μπορεί να μη σε

βαραίνει σε όλη σου τη ζωή, αν βρεις δικαιολογία για τον εαυτό σου. Αλλά για

ένα νεογνό ποια δικαιολογία να βρει η γυναίκα που του έδωσε τη ζωή και

ταυτοχρόνως του την αφαίρεσε; Κατά κανόνα στις περιπτώσεις αυτές, οι νομικές

συνέπειες έχουν μικρή σημασία. Τελικά υπερίσχυσε η άποψή μας, αφού ήμασταν έξι

έναντι ενός.

Αναγνωρίσαμε στην κατηγορουμένη το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων,

ότι ωθήθηκε δηλαδή στην πράξη της για να αποφύγει τον διασυρμό, τον κοινωνικό

αποκλεισμό. Της επιβάλαμε φυλάκιση τριών ετών και την αφήσαμε ελεύθερη.

Στατιστικά οι γυναίκες παιδοκτόνοι είναι πάντα νέες και άπειρες κοπέλες, οι

οποίες, λόγω του κοινωνικού περίγυρου, δεν τολμούν να αποκαλύψουν την

εγκυμοσύνη τους. Την κρύβουν λοιπόν και, όταν γεννηθεί το παιδί, για να

εξακολουθήσει να είναι κρυφό το «ολίσθημά» τους, το σκοτώνουν. Όχι γιατί δεν

το αγαπούν, αλλά για να μην αντιμετωπίσουν την κοινωνική κατακραυγή».

Συνήθως τις χαρακτηρίζουμε παιδοκτόνους. Και όλοι αντιλαμβάνονται πως

αναφερόμαστε σε μητέρες που σκότωσαν το παιδί τους. Ανεξαρτήτως της ηλικίας

του θύματος. Κι αν η κοινή γνώμη, αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές,

καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοούμε, ο Ποινικός Κώδικας αντιδρά. Μας… στέλνει,

λοιπόν, επιστολή διάψευσης, όπου μας διευκρινίζει τα εξής:

Παιδοκτονία: Μητέρα που από πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή

μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη η διατάραξη του οργανισμού της

από τον τοκετό, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Αυτά ορίζει το άρθρο 303 Π.Κ. καθιστώντας απαγορευτικό τον χαρακτηρισμό της

παιδοκτόνου σε μητέρες που εγκληματούν εις βάρος του παιδιού τους, όταν η

ηλικία του ξεπερνά τον χρόνο που αντιστοιχεί στην περίοδο της λοχείας. Έως

εκεί, για λόγους που ο νομοθέτης έχει λάβει υπόψη του, η δράστις κρίνεται

επιεικώς. Η μεταχείριση αυτή οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι το έγκλημα

διαπράττεται υπό συνθήκες κοινωνικής πίεσης, από άγαμες στην πλειοψηφία τους ­

ή και στο σύνολό τους ­ γυναίκες, οι οποίες επιλέγουν αυτή την επώδυνη και για

τις ίδιες λύση, προκειμένου να αποφύγουν την κατακραυγή του κόσμου.

Άμεσος στόχος τους είναι η εξαφάνιση του βρέφους και έμμεσος η αποφυγή

διασυρμού της οικογένειάς τους. Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι δεν επιτυγχάνουν

ούτε το ένα ούτε το άλλο, καθώς ο θόρυβος ­ μετά το έγκλημα ­ παίρνει

μεγαλύτερες διαστάσεις. Κι εκείνες μένουν μόνες, με την ανάμνηση ενός

νεογέννητου που δεν πρόλαβε να τους χαμογελάσει…

Για τις άλλες μάνες, εκείνες που ξεσπούν στο παιδί τους μια μανία της στιγμής

ή εκδηλώνουν σε μια στιγμή την ψυχική διαταραχή που πάντα κουβαλούσαν, η

νομοθεσία δεν κάνει διαχωρισμό. Τις αντιμετωπίζει όπως όλους τους δολοφόνους.

Οι δικαστές όμως, βλέποντας πως έχουν απέναντί τους ένα πρόσωπο ψυχικά

άρρωστο, οδηγούμενοι από οίκτο που δεν δείχνουν ποτέ σ’ έναν κοινό εγκληματία,

τους τείνουν χείρα βοηθείας.

Με την αναγνώριση ελαφρυντικών, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής,

αλλά και με τον εγκλεισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα και όχι στη φυλακή,

εξαντλούν την επιείκειά τους. Γνωρίζουν ότι η πράξη των γυναικών αυτών είναι

ασυγχώρητη. Αλλά με την τιμωρία που έχουν ήδη επιβάλει οι ίδιες στον εαυτό

τους, ξέρουν πως ό,τι και να τους κάνουν έρχονται… δεύτεροι.

ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΣΙΑΜΑΝΗ

Η αγάπη για τα παιδιά της ισοδυναμούσε με το τέλος

Βαλεντίνα Σιαμάνη. Αφού δεν βρήκαν την καλύτερη ζωή, ο θάνατος γι’ αυτήν

ήταν προτιμότερος

΄Ηρθαν στην Αθήνα από την Τασκένδη για μια καλύτερη ζωή. Η Βαλεντίνα Σιαμάνη

ονειρευόταν το μέλλον των παιδιών της, για χάρη των οποίων «ξέχασε» την

ιδιότητα της χημικού και έγινε μοδίστρα. Έβλεπε όμως πως οι προσπάθειές της

δεν έφερναν όσα περίμενε.

Η 5χρονη Λιούμπα και ο 19χρονος Σεργκέι, τα παιδιά της, ζούσαν μαζί της,

επηρεασμένα από τον χωρισμό των γονιών τους. Η Βαλεντίνα έραβε νύχτα-μέρα για

να τους προσφέρει τουλάχιστον τα στοιχειώδη, αφού εκείνα που ονειρευόταν όταν

ήρθαν οικογενειακώς στην Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να τους τα παράσχει. Πίστευε

όμως πως οι κόποι της πήγαιναν χαμένοι. Η απελπισία την έπνιγε όλο και

περισσότερο.

Η Λιούμπα είχε αρχίσει να αποκτά παρέες, να βγαίνει, να διασκεδάζει και

βεβαίως να αργεί να επιστρέψει στο σπίτι. Φαίνεται πως η συμπεριφορά της

μικρής εξόργισε τη μητέρα της, της οποίας τα νεύρα ήταν ήδη πολύ ταραγμένα.

Απογοητευμένη όπως ήταν, έβλεπε μόνο μια διέξοδο. Τον θάνατο…

Ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή της, χωρίς να αφήσει πίσω τα δύο της παιδιά. Πώς

να ζήσουν σ’ αυτόν τον κόσμο; Ήταν υποχρεωμένη να τα λυτρώσει. Αυτό της

υπαγόρευε το άρρωστο πλέον μυαλό της. Και μια νύχτα έκανε την αρχή. Η Λιούμπα

κοιμόταν βαθιά. Μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι από διασκέδαση. Ήταν μάλιστα

τόσο αποκαμωμένη, που δεν είχε βγάλει ούτε τα ρούχα της.

Με ένα μαντίλι, που βρέθηκε μπροστά της, έσφιξε τον λαιμό του παιδιού της. Σε

δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει. Η Βαλεντίνα σκέπασε τη νεκρή Λιούμπα σαν να

κοιμόταν και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του γιου της. Ο Σεργκέι κοιμόταν επίσης

και δεν κατάλαβε ότι κάποιος βρισκόταν από πάνω του με απειλητικές διαθέσεις.

Τα χτυπήματα που δέχτηκε όμως, με ένα βαρύ αντικείμενο, τον ξύπνησαν εγκαίρως.

Ο νεαρός αντέδρασε και κατόρθωσε να… αφοπλίσει τη μητέρα του.

Το σχέδιό της είχε μείνει ημιτελές. Η 43χρονη μητέρα ενημέρωσε τον γιο της για

όσα είχαν προηγηθεί και έφυγε λέγοντάς του πως πάει να δώσει τέλος και στη

δική της ζωή. Συγχρόνως ειδοποίησε και τον πατέρα των παιδιών, ο οποίος αμέσως

κινητοποιήθηκε προκειμένου να αποτρέψει τα χειρότερα.

Η Βαλεντίνα Σιαμάνη δικάστηκε ένα χρόνο αργότερα για ανθρωποκτονία από

πρόθεση. Και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών, ως άτομο μειωμένου

καταλογισμού. Οι δικαστές, συμμεριζόμενοι την κατάστασή της, διέταξαν τον

εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο των φυλακών. «Έπρεπε να φύγουμε όλοι από τη

ζωή…», έλεγε διαρκώς. «Στη δική της αρρωστημένη ψυχή, η αγάπη για τα παιδιά

της ισοδυναμούσε με το τέλος», αποφάνθηκε το δικαστήριο.

Τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της δεν ήταν από αυτά που συνήθως

«κοσμούν» τα πρόσωπα των κατηγορουμένων. Ήταν δάκρυα αγάπης για ένα πλάσμα που

εξαιτίας της δεν υπάρχει πια. Δίπλα της ο πατέρας των παιδιών και ο γιος της.

Που την αποχαιρέτησαν με σπαραγμό όταν επιβιβάστηκε στην κλούβα με προορισμό

τον Κορυδαλλό…

Ο εφιάλτης και το μαρτύριο της 19χρονης Ιωάννας

Δεν το ήξερε κανείς. Η μοναξιά που ένιωθε τής επέβαλε και τη σιωπή. Ποιος θα

την καταλάβαινε; Το μόνο που την απασχολούσε ήταν πώς θα έκρυβε καλύτερα το

μυστικό της. Και τα κατάφερε… Πέρασαν έτσι εννέα μήνες μαρτυρίου. Έφθασε

όμως η στιγμή της αποκάλυψης. Ο εφιάλτης της θα έπαιρνε τέλος. Αλλά πώς;

Η Ιωάννα ήξερε πως η ώρα που φοβόταν πλησίαζε. Το ευτυχές για όλες σχεδόν τις

γυναίκες γεγονός, στη 19χρονη κοπέλα προκαλούσε μόνο δυστυχία. Οι πρώτοι

μικροί πόνοι τη γέμισαν με πανικό. Η αγωνία της, όχι για το τι θα

επακολουθούσε, αλλά για το πώς θα κατάφερνε να μη γίνει αντιληπτή από τους

δικούς της, είχε κορυφωθεί. Σε λίγο θα έφερνε στη ζωή ένα παιδί. Δεν θα

χρειαζόταν πια να κρύβει την κοιλιά της, αλλά το βρέφος; Πώς θα το εξαφάνιζε;

Οι πόνοι δυνάμωναν. Στο σπίτι δεν ήταν μόνη της. Ο πατέρας της και ο αδελφός

της, με τους οποίους ζούσε από τότε που τους εγκατέλειψε η μητέρα της, έβλεπαν

τηλεόραση στο σαλόνι. Η Ιωάννα κλείστηκε στην τουαλέτα. Επιστρατεύοντας όλες

της τις δυνάμεις, χωρίς να βγάλει έστω μια κραυγή πόνου, εκεί, όρθια και

ολομόναχη, γέννησε!

Στη σκέψη ότι οι δικοί της θα άκουγαν το κλάμα του νεογέννητου, τρελάθηκε. Όλα

είχαν πάει τόσο… καλά, η οικογένειά της δεν θα αντίκρυζε με ντροπή τη

γειτονιά εξαιτίας της και τώρα, στο τέλος, να τα χαλάσει… Κυριευμένη από

πανικό, χωρίς να λειτουργεί καθόλου το μυαλό της, άρπαξε ένα ψαλίδι, έκοψε τον

ομφάλιο λώρο και πέταξε το μωρό από το παράθυρο του φωταγωγού.

Το βρέφος όμως συνέχισε να κλαίει. Και μάλιστα πιο γοερά. Οι ένοικοι της

πολυκατοικίας ξεσηκώθηκαν. Άλλοι έτρεξαν να μαζέψουν το μωρό και άλλοι να

εντοπίσουν την… άκαρδη μάνα. Η Ιωάννα, μη έχοντας ακόμη συνειδητοποιήσει τι

είχε κάνει, βρέθηκε αντιμέτωπη με την Αστυνομία. Το παιδί της είχε ήδη

ξεψυχήσει στο νοσοκομείο… Και όλοι είχαν μάθει το μυστικό της…

Ένα χρόνο αργότερα, στα 20 της χρόνια, η Ιωάννα κάθησε στο εδώλιο με την

κατηγορία της παιδοκτονίας. Το δράμα της, που έγινε γνωστό με τραγικό τρόπο,

είχε συγκεντρώσει δίπλα της όλους τους δικούς της. Εκτός βέβαια από τη μητέρα

της, το πρόσωπο που έφερε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης.

Η ενοχή της ήταν αποδεδειγμένη. Κανείς δεν την αμφισβήτησε. Οι λόγοι όμως που

την ώθησαν στην εγκληματική της πράξη ήταν που προβλημάτισαν το δικαστήριο.

Μπορεί ο Ποινικός Κώδικας να μην τους λαμβάνει υπ’ όψιν, αλλά οι δικαστές;

Ήταν δυνατόν να μη συγκινηθούν βλέποντας μια κοπέλα, στο ξεκίνημα της ζωής

της, να φθάνει στο σημείο να σκοτώνει το παιδί της, μόνο από ντροπή; Μόνο για

να μη φέρει σε δύσκολη θέση την οικογένειά της;

Με την αναγνώριση τριών ελαφρυντικών ­ του προτέρου εντίμου βίου, της

ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη ­ της

επέβαλαν τη χαμηλότερη ποινή που μπορούσαν. Φυλάκιση 3 ετών. Και μάλιστα την

άφησαν ελεύθερη να συνεχίσει ή μάλλον να ξαναρχίσει ­ αν αυτό είναι δυνατόν ­

τη ζωή της. Αγκαλιά με τους δικούς της αυτήν τη φορά, οι οποίοι, μετά την

τραγωδία, αναγνώρισαν τα λάθη τους.