Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Όταν το 1909 ο Νικόλαος Πολίτης προσδιόρισε ­ στον πρώτο τόμο του περιοδικού

«Λαογραφία» ­ το αντικείμενο τής νεαρής τότε επιστήμης, συμπεριέλαβε στα

λαογραφικά φαινόμενα την κατοικία, τα ενδύματα, τα διάφορα επαγγέλματα και την

καλλιτεχνία. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μελέτες που δημοσιεύονταν ήταν

κυρίως φιλολογικές, εμμένοντας στα «μνημεία του λόγου», ενώ ο υλικός

πολιτισμός δεν συγκέντρωνε το ενδιάφερον των λαογράφων της εποχής.

Έτσι, όταν το 1925 η Αγγελική Χατζημιχάλη εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο

«Ελληνική Λαϊκή Τέχνη. Σκύρος», παρουσίασε ένα νέο αντικείμενο μελέτης τής

λαογραφίας: τη λαϊκή χειροτεχνική δημιουργία ή, όπως την αποκαλούσε η ίδια

στον πρόλογο, τη «λαϊκή εφαρμοσμένη τέχνη» αλλά και μία νέα ερευνητική οπτική,

την εθνολογική. Σ’ αυτό, όπως και στα επόμενα έργα της, η μέθοδός της

βασίζεται στην επιτόπια έρευνα ­ την αυτοψία και την παρατήρηση. Αξιοποιεί τις

προφορικές μαρτυρίες, ενώ παράλληλα αναζητεί αρχειακά τεκμήρια, μελετά

περιηγητικά κείμενα και τεκμηριώνει βιβλιογραφικά τις απόψεις της. Ο

επιστημονικός κόσμος υποδέχθηκε θετικά το βιβλίο της και ο Στίλπων Κυριακίδης,

καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, χαρακτήρισε τη μελέτη της ως «την

πρώτην συστηματικήν πραγματείαν διά την νεοελληνικήν λαϊκήν τέχνην εν τω

συνόλω της» [Λαογραφία 9 (1926), 269-270].

Η Αγγελική Χατζημιχάλη γεννήθηκε το 1895 στην Αθήνα. Ήταν το πρώτο από τα

τέσσερα παιδιά της οικογένειας Κολυβά. Ο πατέρας της, Αλέξιος Κολυβάς, ήταν

γόνος παλιάς ζακυνθινής οικογένειας. Υπήρξε φιλόλογος, ιδιοκτήτης και

διευθυντής της «Νέας Εφημερίδας» μετά τον Ιω. Καμπούρογλου και συλλέκτης

βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων. Η οικογένεια τής μητέρας της, Σοφίας

Μπουρνιά, καταγόταν από τη Χίο. Ο παππούς από τη μητέρα της ήταν

συμβολαιογράφος και νομισματολόγος.

Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της η ίδια σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό

σημείωμα γράφει: «Μανιακοί λάτρεις της τέχνης, οι δύο σεβαστοί μου πρόγονοι,

γνωστοί για την πολύτιμη συμβολή τους στα γράμματα και στην τέχνη, εύκολα κι

αβίαστα κυλήσανε μέσα στο αίμα και στην ψυχή μου το δικό τους αίμα. Και αν τα

χρόνια φεύγανε και μεγάλωσα, και σήμερα ακόμη δεν είμαι εγώ παρά εκείνοι που

μιλούν στην ψυχή μου, που την οδηγούν στην παλιά εκείνη Ελλάδα που κλείνει

μέσα της όλες τις Ελλάδες. Έτσι ξεκίνησα και προχώρησα, χωρίς ειδική

κατάρτιση, αλλά με πάθος για την τέχνη, με πίστη ακατάλυτη στην πιο κοντινή

μας Ελλάδα, τη μεταβυζαντινή, που εύκολα κι αβίαστα αγάπησα χωρίς να το

καταλάβω από μικρή μικρή παιδούλα».

Φοίτησε στο Παρθεναγωγείο Χιλλ και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και

θεάτρου από καταξιωμένους καλλιτέχνες της εποχής. Παρόλα αυτά, το αστικό

περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε, της έδωσε ελάχιστα περιθώρια ελευθερίας και

επιλογών στις σπουδές και την προσωπική της ζωή κατά τα νεανικά της χρόνια.

Η Αγγελική Χατζημιχάλη μαθήτρια στο Σχολή Χιλλ

Από μαθήτρια ακόμη συνδέθηκε με το Λύκειο των Ελληνίδων και συνεργάστηκε στενά

με την πρόεδρό του, την Καλλιρρόη Παρρέν. Το Λύκειο των Ελληνίδων, από την

ίδρυσή του, το 1911, εγκαινιάσε το ενδιαφέρον για τη διάσωση των παραδοσιακών

ενδυμασιών και των λαϊκών χορών και προώθησε την εκμάθηση των τεχνικών της

υφαντουργίας, της ραπτικής και της κεντητικής σε νέα κορίτσια. Η Αγγελική

Χατζημιχάλη βρήκε στους κόλπους του Λυκείου γόνιμο έδαφος για την προβολή τής

λαϊκής τέχνης. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Α’ Εθνικού Γυναικείου Συνεδρίου, που

διοργανώθηκε τον Απρίλιο του 1921 στην Αθήνα από το Λύκειο των Ελληνίδων,

πραγματοποίησε την πρώτη Οικοκυρική και Βιοτεχνική Έκθεση.

Το 1921 η Αγγελική Χατζημιχάλη ίδρυσε παράρτημα του Λυκείου στη Σμύρνη. Από

την εποχή εκείνη χρονολογείται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε σε όλη της

τη ζωή για τους αγώνες των γυναικών. Συνδεόταν, άλλωστε, φιλικά με γυναίκες

των φεμινιστικών κύκλων· ανάμεσά τους ήταν και η Αύρα Θεοδωροπούλου, πρόεδρος

του συλλόγου «Τα δικαιώματα της γυναίκας». Η ανήσυχη προσωπικότητά της δεν

συμβιβαζόταν με τις επιταγές του οικογενειακού της περιβάλλοντος και του

κοινωνικού της κύκλου. Πολύ γρήγορα συνδέθηκε και με την πνευματική πρωτοπορία

της εποχής, ενώ απομακρύνθηκε από τις πολιτικές πεποιθήσεις της οικογένειάς

της, που ήταν φανατικοί βασιλόφρονες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης της,

Έρσης, η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το γεγονός που προκάλεσε την τελική και

αμετάκλητη αλλαγή της μητέρας της. Σε όλη της τη ζωή αγωνίστηκε επίμονα για τη

συντήρηση και την προβολή της παραδοσιακής χειροτεχνίας δίνοντας διαλέξεις και

παίρνοντας μέρος σε διεθνή συνέδρια. Παράλληλα, οργάνωνε εκθέσεις λαϊκής

τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συνεργάστηκε με την Εύα και τον Άγγελο

Σικελιανό στις Δελφικές Γιορτές που έγιναν το 1927 και το 1930,

πραγματοποιώντας εκθέσεις λαϊκής χειροτεχνίας. Το 1928 διοργάνωσε το περίπτερο

της λαϊκής τέχνης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Την εποχή του Λυκείου Ελληνίδων (φωτ. Nelly’s)

Μέλημά της ήταν η δημιουργία μιας σύγχρονης εθνικής τέχνης εμπνευσμένης από τη

λαϊκή δημιουργία. Σ’ αυτή την προοπτική έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στη

διαπαιδαγώγηση των νέων και στην εξοικείωσή τους με τον παραδοσιακό πολιτισμό.

Ίδρυσε επαγγελματικές σχολές χειροτεχνίας στη Σάμο, στο Ζαγόρι, στο Μέτσοβο

και στην Αθήνα. Επισκεπτόταν κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής, ενθάρρυνε τους

τεχνίτες και τους καθοδηγούσε στη δουλειά τους. Το 1931 ίδρυσε τον «Σύνδεσμο

Εργαστηρίων Χειροτεχνίας» (ΣΕΧ) ­ τον οποίο διαδέχθηκε το 1951 ο κρατικός

«Ελληνικός Οργανισμός Χειροτεχνίας» (ΕΟΧ) και τελικά ο σημερινός ΕΟΜΜΕΧ ­ και

έγινε η πρώτη πρόεδρός του. Εκεί οι χειροτέχνες μπορούσαν να εκθέτουν και να

προωθούν τα έργα τους.

Το 1923 ίδρυσε στην Αθήνα το «Σπίτι του Κοριτσιού», συνέχεια του οποίου υπήρξε

το 1938 το «Ελληνικό Σπίτι». Ήταν σχολή και οικοτροφείο μαζί, στο οποίο

φοιτούσαν κορίτσια από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Η Έρση-Αλεξία Χατζημιχάλη

γράφει σχετικά: «Εκτός από τα συνηθισμένα μαθήματα που διδάσκονταν σε όλα τα

ελληνικά σχολεία, διδάσκονταν υφαντική, κεραμική, ζωγραφική, ασημουργία,

μεταλλοτεχνία και λαογραφία». Μετά την αποπεράτωση των σπουδών τους, οι

περισσότερες απόφοιτες διορίζονταν δασκάλες χειροτεχνίας. Το σχολείο απέκτησε

σύντομα φήμη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που την διατήρησε για πολλά χρόνια

χάρη στην παρουσία, την αφοσίωση και το πάθος της ιδρύτριάς του. Μετά τον

θάνατό της, όμως, δεν μπόρεσε να συνεχίσει για πολύ τη λειτουργία του.

Από το 1924 ώς το 1929 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο για την

κατασκευή του σπιτιού της στην Πλάκα, στην οδό Υπερείδου (σήμερα όδος Αγγ.

Χατζημιχάλη). Το διακόσμησε με έπιπλα και αντικείμενα λαϊκής τέχνης που έφερνε

από τα ταξίδια της και με ξυλόγλυπτα που τα σχεδίασε η ίδια. Τώρα πλέον

στεγάζεται εκεί το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης του Δήμου Αθηναίων και

λαογραφική βιβλιοθήκη. Λειτουργεί ως μουσείο και χώρος εκμάθησης παραδοσιακής χειροτεχνίας.

Με τα παιδιά της Έρση και Νίκο (φωτογραφία της Nelly’s)

Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε σε σωματεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ

ταξίδευε συνεχώς στην Ήπειρο με αποστολές του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού. Ήταν

επίσης μέλος της παράνομης οργάνωσης «Εθνική Αλληλεγγύη» που είχε ιδρύσει το ΕΑΜ.

Η συγγραφική της δραστηριότητα υπήρξε ιδιαίτερα πλούσια σε όλη τη διάρκεια της

ζωής της. Εξέδωσε βιβλία, τα οποία αποτελούν προϊόν συστηματικών ερευνών σε

διάφορες περιοχές, όπως το Τρίκερι, η Ικαρία, η Σάμος, η Εύβοια, τα Βίλλια, η

Ήπειρος, η Κύπρος κ.ά. Παράλληλα, δημοσίευσε άρθρα για το περιεχόμενο, τον

χαρακτήρα και τις προοπτικές της λαϊκής τέχνης και ειδικότερες μελέτες για

διάφορους τομείς του υλικού πολιτισμού: αρχιτεκτονική, κεντητική,

ξυλογλυπτική, ραπτική, ενδυμασίες, συντεχνιακή οργάνωση κ.λπ. Τα κείμενά της,

γραμμένα από πολύ νωρίς σε δημοτική γλώσσα και απλό αφηγηματικό ύφος,

συνοδεύονται από σχέδια τα οποία έκανε η ίδια.

Σε όλη της τη ζωή ταξίδευε, ζούσε μαζί με τους πληθυσμούς που μελετούσε,

γνώριζε τον τρόπο ζωής και τις συνήθειές τους. Το υλικό που συγκέντρωνε, το

αξιοποιούσε στις μελέτες της. Τα αντικείμενα αποτελούν προτεραιότητά της, τα

εξετάζει όμως μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον που τα παρήγε και τα

χρησιμοποιούσε. Παρουσιάζει επίσης τα υλικά, τις τεχνικές και τα εργαλεία

κατασκευής τους, τα σχέδια και τον διάκοσμό τους. Επιχειρεί τυπολογικές

κατατάξεις, αναδεικνύοντας και τον πλούτο των ποικιλιών και των τοπικών

παραλλαγών. Την ενδιαφέρει όμως και ο κόσμος των τεχνιτών: η οργάνωση τής

εργασίας, η μαθητεία, οι χώροι δουλειάς, οι πλανόδιοι τεχνίτες.

Στη Σκύρο το 1923. Με τον σύζυγό της Πλάτωνα με σκυριανή φορεσιά

Την ενδιαφέρουν εξίσου η αστική και η αγροτική τέχνη, η οικοτεχνία και η

εργαστηριακή παραγωγή. Εξετάζει στις μελέτες της τις επιδράσεις ξένων

στοιχείων (ευρωπαϊκών και ανατολικών) στο γούστο και την τεχνική των ντόπιων

τεχνιτών και των πελατών τους. Αναγνωρίζει, επίσης, κοινά στοιχεία στην τέχνη

των βαλκανικών λαών και τα αποδίδει στην εμπορική επικοινωνία και στις

μετακινήσεις των πληθυσμών.

Η θεωρητική της προσέγγιση εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις αναζητήσεις και τους

προβληματισμούς που κυριαρχούσαν στο κοινωνικό και πνευματικό περιβάλλον από

το οποίο προερχόταν και στο οποίο ζούσε. Επηρεασμένη από το πνευματικό κλίμα

της εποχής του Μεσοπολέμου ­ στην οποία άλλωστε ανήκε και η ίδια ­, αλλά και

από τις απόψεις των επιστημόνων λαογράφων, προβάλλει τα «εθνικά»

χαρακτηριστικά τού λαϊκού πολιτισμού και αναζητεί την εθνική ταυτότητα στη

λαϊκή δημιουργία και στον παραδοσιακό τρόπο ζωής των αγροτικών κοινωνιών. Η

ιδεολογική της αφετηρία είναι όμως διαφορετική, καθώς η οπτική της δεν

θεμελιώνεται στην επίμονη αναζήτηση τής συνέχειας με τον αρχαίο ελληνικό

πολιτισμό. Χωρίς να αρνείται ότι κάθε νέα μορφή έχει οπωσδήποτε σχέση με το

παρελθόν, επιδιώκει την προβολή τού «νεώτερου πολιτισμού», όπως η ίδια τον

αποκαλεί. Παράλληλα, προτάσσει τον παιδαγωγικό ρόλο τής λαϊκής τέχνης και

υποστηρίζει ότι η διαφύλαξη και η προβολή της θα μπορούσε να αποτελέσει

«παράγοντα εθνικής προόδου και ευημερίας». Η κίνηση για τη λαϊκή τέχνη είναι,

κατά την άποψή της, «μία κίνηση που γεφυρώνει, σα να πούμε, τις κοινωνικές

τάξεις με την ιδέα της λαϊκής ψυχής και μία διαμαρτυρία κατά της νοησιαρχίας,

του κοσμοπολιτισμού και της βιομηχανοποιήσεως του κόσμου». Έτσι παίρνει τις

αποστάσεις της από τις εθνορομαντικές αντιλήψεις που τροφοδότησαν το

ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό κατά τον 19ο αιώνα, ενώ υποστηρίζει ότι

παρόμοιες απόψεις «εμπόδισαν την αντικειμενική λύση των προβλημάτων της λαϊκής

τέχνης, γιατί όσοι εργάστηκαν με τις αντιλήψεις αυτές υποχρεώθηκαν να

σχηματίσουν από πριν θεωρίες σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, που οι μελέτες

τους έπειτα οι συνθετικές είχαν σκοπό να τις επαληθεύσουν».

Αντιλαμβάνεται τη λαϊκή τέχνη ως προϊόν συλλογικής δημιουργίας, ως διαδικασία

εξελισσόμενη στον χρόνο, με τοπικές ιδιαιτερότητες που προσδιορίζονται από

γεωγραφικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς παράγοντες.

Στο κείμενό της για τη λαϊκή τέχνη, που δημοσιεύθηκε το 1931 μαζί με τις

μελέτες της για το Ρουμλούκι, το Τρίκερι και την Ικαρία, ορίζει η ίδια το

αντικείμενο του ενδιαφέροντός της: «Λαϊκή διακοσμητική τέχνη είναι η

αντικειμενική έκφραση και εκδήλωση τού καλλιτεχνικού συναισθήματος μιανής

ομαδικής ψυχής, που εξαρτάται από τις συνθήκες της ομάδας, από τη

δημιουργημένη τεχνική παράδοση και στενοσυνδέεται με πραχτικούς σκοπούς, χωρίς

όμως να παραμελεί και σκοπούς που δεν έχουν σχέση αποκλειστική με την υλική ζωή».

Υπερείδου 18. Δεξιά το σπίτι της Αγγελικής και του Πλάτωνα

Το 1957 είδε το φως της δημοσιότητας το πρώτο μέρος της μελέτης της «Οι

Σαρακατσάνοι», καρπός πολυετούς επιτόπιας έρευνας. Στον πρόλογό της εξηγεί

τους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτό το έργο. Θεωρεί ότι αυτή η νομαδική φυλή

αποτελεί την πλέον «πρωτόγονη» ομάδα πληθυσμού μέσα στην ελληνική εθνότητα

διότι, ζώντας απομονωμένοι, παρέμειναν «ανεπηρέαστοι από την πνευματικότητα

και την ανεπτυγμένη τεχνική τής εποχής τους». Η μελέτη της είναι συνολική, δεν

περιορίζεται στην παρουσίαση τής τέχνης τους, την ενδιαφέρουν εξίσου όλες οι

πλευρές τής ζωής τους: η κοινωνική οργάνωση, το εθιμικό δίκαιο, οι

επαγγελματικές ασχολίες, η εξάπλωση και οι μετακινήσεις τους, η κατοικία, ο

καθημερινός βίος, οι τεχνικές, η χειροτεχνική παραγωγή, τα έθιμα και η λατρεία

τους. Την ενδιαφέρει ακόμη η συστηματική διερεύνηση και άλλων νομαδικών ή

ημινομαδικών πληθυσμών, ώστε να προχωρήσει σε συγκριτικές παρατηρήσεις.

Το κείμενο συνοδεύεται από 318 φωτογραφίες και σχέδια. Περιλαμβάνει επίσης

πίνακες και χάρτες, στους οποίους καταγράφονται αναλυτικά οι τόποι

εγκατάστασης και μετακίνησής τους αλλά και όλα τα τσελιγκάτα, τα ονόματα των

τσελιγκάδων, ο αριθμός των οικογενειών που τα απαρτίζουν, ο αριθμός των ζώων

που έχουν στην κατοχή τους, ενώ σημειώνονται οι τόποι χειμερινής και θερινής

διαβίωσής τους. Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη, γεμάτη προσωπικές ταλαιπωρίες και

απογοητεύσεις, αλλά και γεμάτη απο δημιουργικότητα και ξεχωριστές εμπειρίες.

Τα τελευταία της χρόνια τα πέρασε μέσα σε φτώχεια και συνεχείς περιπέτειες με

την υγεία της. Πέθανε στις 4 Μαρτίου του 1965 αφήνοντας μεγάλο μέρος του έργου

της ανέκδοτο, ανάμεσά τους και τους δύο επόμενους τόμους των «Σαρακατσάνων».

Πρωτοποριακό έργο

Αποτιμώντας την προσφορά της στη μελέτη του υλικού πολιτισμού θα λέγαμε ότι το

έργο της υπήρξε για την εποχή του πρωτοποριακό, τόσο για τα θέματα που

διαπραγματεύθηκε όσο και για την ερευνητική μέθοδο που ακολούθησε. Σήμερα

αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της κοινωνικής οργάνωσης και του

καθημερινού βίου, της ιστορίας της τέχνης και των τεχνικών, αλλά και της

προβιομηχανικής τεχνολογίας. Ακόμη και αν η θεωρητική της προσέγγιση, ή μάλλον

η ιδεολογική της αφετηρία, μπορεί σήμερα να αμφισβητηθεί, εντούτοις οι

παρατηρήσεις της εξακολουθούν να διατηρούν την αξία τους. Άλλωστε, όπως είχε

πει και η ίδια, «στον κόσμο δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί τίποτε, όταν δεν έχει

χωμένες τις ρίζες του στο παρελθόν».

Δημοσιευμένα βιβλία:

«Ελληνική Λαϊκή Τέχνη. Σκύρος», Αθήνα 1925

«Υποδείγματα Ελληνικής Διακοσμητικής (και Τέχνης)», Αθήνα 1929

«Ελληνική Λαϊκή Τέχνη. Η λαϊκή τέχνη, Ρουμλούκι, Τρίκερι, Ικαρία», Αθήνα 1931

«L’ art populaire Grecque», Αθήνα 1937

«La Maison Grecque, Collection de «L’ Hellenisme Contemporain»», Αθήνα 1949

«La Sculpture sur bois, Collection de «L’ Hellenisme Contemporain»», Αθήνα 1950

«Κεντήματα του Τρίκερι», Αθήνα 1951

«Σαρακατσάνοι», Αθήνα 1957

«Η ελληνική λαϊκή φορεσιά. Οι φορεσιές με το σιγκούνι, τόμος Α’», Αθήνα 1977

Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Νέα Εστία», «Ελληνικά Γράμματα»,

«Ηπειρωτικά Χρονικά», «Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών» κ.α. Έχει επίσης γράψει

λήμματα για τη λαϊκή τέχνη στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη τού 1930

και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τού 1934.

* Πολύτιμο βοήθημα για τη σύνταξη αυτού του σύντομου βιογραφικού σημειώματος

στάθηκε το βιβλίο της Έρσης-Αλεξίας Χατζημιχάλη «Περίπατος με την Αγγελική»,

εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 1999.

Η Εύη Ολυμπίτου είναι Εθνολόγος του κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών/Ε.Ι.Ε

Από παραδρομή στο χθεσινό φύλλο, δημοσιεύτηκε δύο φορές – στα σκίτσα εποχής –

το όνομα του Γεωργίου Θεοτόκη, ενώ (αριστερά) εικονιζόταν ο Δημήτριος Ράλλης

μεγάλος πολιτικός αντίπαλος του Θεοτόκη την εποχή εκείνη.