Σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Πλατεία Κουμουνδούρου που του είχαν

παραχωρήσει φίλοι του, έσβησε ο Τζίμης Αρμάος, ένας λαϊκός αθλητής της

ελεύθερης πάλης που είχε γράψει ιστορία στη μεταπολεμική περίοδο.

Ενθυμήματα μιας μεγάλης καριέρας

Τότε τον αποκαλούσαν νέο Ηρακλή. Ήταν ένας από τους θρύλους της εποχής. Έσπαγε

αλυσίδες, σήκωνε βάρη και η μεγάλη μυϊκή του δύναμη κάθε φορά άφηνε άφωνους

τους θεατές που παρακολουθούσαν τις παραστάσεις του. Η φήμη του, τον καιρό της

μεγάλης του δόξας, είχε ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα και είχε φτάσει στις ΗΠΑ

και σε πολλές ευρωπαϊκες χώρες, όπου είχε λάβει μέρος σε αγώνες.

Ένα τροχαίο ατύχημα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τον ανάγκασε να

εγκαταλείψει το άθλημα και από τότε, όπως λένε φίλοι του, άρχισε ο κατήφορος.

Οι αρμόδιοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη του. Ο ίδιος δεν απέκτησε δική του

οικογένεια και δεν είχε συγγενείς. «Οικογένειά» του ήταν οι φίλοι του,

«επώνυμοι» και «ανώνυμοι», άνθρωποι που τον θαύμαζαν από τις επιδείξεις που

έκανε σε κάθε χωριό και πόλη της χώρας. Αυτοί δεν τον ξέχασαν και του

συμπαραστάθηκαν μέχρι το τέλος. Ηθικά και υλικά. Προσπάθησαν να καλύψουν το

κενό και με τα χρήματα που του έδιναν να του εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τη

διαβίωσή του. Οι ιδιοκτήτες ενός καφενείου στην οδό Διπύλου στην Πλατεία

Κουμουνδούρου, άνθρωποι του μεροκάματου, του παραχώρησαν το μικρό διαμέρισμα

όπου ο 66χρονος Τζίμης Αρμάος διέμενε τα τελευταία δύο χρόνια. Μία δυνατή

φίλια χρόνων συνέδεε τον Αρμάο με τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη

Παπαθανασίου. Τον ειδοποίησαν στη Γαλλία όπου βρίσκεται για το τραγικό συμβάν

και ανέλαβε όλα τα έξοδα της κηδείας του, που θα γίνει σήμερα από το Α’ Νεκροταφείο.

Εξασθενημένος τα τελευταία χρόνια λόγω των καρδιαναπνευστικών προβλημάτων που

αντιμετώπιζε, ο θάνατος τον βρήκε τις απογευματινές ώρες της Κυριακής. Η

καρδιά του τον πρόδωσε. Αισθάνθηκε δυσφορία και έγειρε στο κρεβάτι του. Οι

φίλοι του, οι ιδιοκτήτες του καφενείου της οδού Διπύλου, Γιώργος και Χριστίνα

Μανθέλα, ανησύχησαν. «Ερχόταν στο καφενείο κάθε μέρα και μας έκανε συντροφιά

μέχρι την ώρα που κλείναμε» μας λένε. «Τον περιμέναμε το απόγευμα της

Κυριακής, αλλά δεν ήρθε. Υποθέσαμε ότι θα είχε επισκεφθεί φίλους του.

Ανησυχήσαμε επειδή δεν φάνηκε ούτε την επόμενη μέρα. Πήγαμε στο σπίτι του,

χτυπήσαμε το κουδούνι, αλλά δεν πήραμε απάντηση. Γνωρίζαμε ότι αντιμετώπιζε

προβλήματα με την καρδιά του και υποψιαστήκαμε ότι κάτι του είχε συμβεί.

Δυστυχώς οι υποψίες μας επιβεβαιώθηκαν. Την Τρίτη το μεσημέρι ειδοποιήσαμε την

Αστυνομία και με τη βοήθεια κλειδαρά ανοίξαμε την πόρτα και τον βρήκαμε νεκρό

στο κρεβάτι του».

Οι ιδιοκτήτες του καφενείου μάς δείχνουν παλιές φωτογραφίες του αθλητή, όταν

λύγιζε σίδερα και έσπαγε αλυσίδες και θυμούνται: «Είχε ορφανέψει από πολύ

μικρός και τα παιδικά του χρόνια τα είχε περάσει σε ορφανοτροφείο του Βόλου.

Ήταν δύσκολες εποχές τότε. Δεν υπήρχαν γυμναστήρια και οι αθλητές δεν είχαν

τις δυνατότητες που έχουν σήμερα. Μόνος του γυμναζόταν, μόνος του χωρίς την

παραμικρή βοήθεια κατάφερε να γίνει ένας θρύλος. Έγινε πρότυπο για πολλούς

σημερινούς παλαιστές και πολλοί από αυτούς τον επισκέπτονταν και του

συμπαραστέκονταν στα δύσκολα χρόνια…».

Είχε γυρίσει, όπως μας λένε οι φίλοι του, όλες τις πόλεις και τα χωριά και

είχε δώσει παραστάσεις. «Τον γνώριζαν και στο πιο απομακρυσμένο χωριό και τον

θυμούνται ακόμα. Εκείνο που τον ενοχλούσε ιδιαίτερα ήταν ότι αναγκαζόταν να

βγάζει δίσκο μετά το τέλος της παράστασης»…

Σε μία από τις παραστάσεις που είχε δώσει στην Αμερική, όπως λένε οι φίλοι

του, τον είδε ο Φρανκ Σινάτρα ο οποίος τον προέτρεψε να εγκατασταθεί και να

δουλέψει στις ΗΠΑ.

«Αυτός όμως δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από

το ατύχημα. Τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και σώθηκε από τύχη. Τραυματίστηκε

όμως βαριά στη μέση και το ατύχημα τού άφησε αναπηρία στο πόδι».

Από τότε, όπως μας είπαν οι ιδιοκτήτες του καφενείου, ζούσε από τα χρήματα που

του έδιναν φίλοι του. «Αναγκάστηκε να πουλήσει ακόμα και κάποια μετάλλια που

είχε κερδίσει από αγώνες για να τα βγάλει πέρα. Ύστερα από πολλές εκκλήσεις

στους αρμόδιους τα δύο τελευταία χρόνια τού δόθηκε ένα μικρό επίδομα, που

βέβαια δεν έφτανε για να καλύψει τα έξοδά του».