Δεν γνωρίζω αν το ελληνικό κράτος έχει χαρακτηρίσει κάποια άλλη ημερομηνία της

Νεοελληνικής Ιστορίας ως ημέρα «εθνικής μνήμης». Υπάρχουν οι επίσημες εθνικές

εορτές και πολλές άλλες ιστορικές επέτειοι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις

τιμώνται είτε ένδοξα γεγονότα είτε μαρτυρικές στιγμές της Ιστορίας του έθνους.

Κύριος σκοπός τους είναι να μη λησμονηθεί το παρελθόν, η εορτή ή η επέτειος να

γίνει μια αφορμή ώστε οι ζωντανοί Έλληνες να πλησιάσουν τη ζωή και τη δράση

των νεκρών, το παρελθόν να έλθει κάπως κοντά μας, να ενισχυθεί η ιστορική

αυτογνωσία των σύγχρονων και αυτή η αυτογνωσία να γίνει μια γέφυρα για το

μέλλον, στοιχείο της συλλογικής συνείδησης. Από αυτήν την άποψη όλες οι

επέτειοι είναι ημέρες εθνικής μνήμης· δεν υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος ώστε η

14η Σεπτεμβρίου να εξαρθεί ως ημέρα εθνικής μνήμης. Όλη η Ιστορία πρέπει να

είναι αντικείμενο εθνικής, δηλαδή συλλογικής μνήμης.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως η υποχρέωση μνήμης γίνεται αφορμή μιας νέας

ερμηνείας της Ιστορίας, διά διατάγματος. Έρχεται το ίδιο το κράτος και διά

ανατάσεως της χειρός αποφασίζει να δώσει μια νέα ερμηνεία του 1922, ερήμην των

δικών του θέσεων εδώ και 80 χρόνια, ερήμην της ιστοριογραφίας όλων των

αποχρώσεων, ερήμην των στοιχείων και, κυρίως, ερήμην της υπαρκτής συλλογικής

συνείδησης και μνήμης των Νεοελλήνων.

Στη συλλογική, λοιπόν, συνείδηση από το 1922 μέχρι σήμερα η Μικρασιατική

Καταστροφή ήταν καταστροφή. Μια λέξη σκληρή που τα λέει όλα. ‘Ηταν

καταστροφή του ελληνικού στρατού. Καταστροφή του Ελληνισμού της Μ. Ασίας, των

προαιώνιων κοιτίδων του, του ελληνικού πολιτισμού του και των ανθρώπων του,

καταστροφή που ήλθε ως συνέπεια του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Επήλθε ως

συνέπεια ενός αιματηρού πολέμου στον οποίο η Ελλάδα όχι μόνον ήρξατο πρώτη

χειρών αδίκων, αλλά ενεπλάκη σε ένα αδιέξοδο για σκοπούς κατακτητικούς και όχι

απελευθερωτικούς, όπως στους Βαλκανικούς Πολέμους, ή αμυντικούς, όπως το 1940.

Έχοντας υιοθετήσει τη χίμαιρα των «πέντε θαλασσών και των τριών ηπείρων», που

και τις δυνάμεις της υπερέβαινε και για τη δικαιολογημένη αντίσταση του

τουρκικού λαού αδιαφορούσε και την τότε διεθνή συγκυρία υποτιμούσε, ενεπλάκη

σε έναν αδυσώπητο πόλεμο στον οποίο υπήρξαν, εκτός από τις πολεμικές

καταστροφές, και εκατέρωθεν παραβιάσεις και αγριότητες εις βάρος των αμάχων

πληθυσμών. Γιατί και οι άμαχοι Τούρκοι έγιναν αντικείμενο σκληρών αντιποίνων

και αγριοτήτων εκ μέρους του ελληνικού στρατού. Άλλωστε με την ανταλλαγή

πληθυσμών δεν εξαναγκάσθηκαν να φύγουν μόνον οι 1.200.000 Έλληνες από τη Μ.

Ασία αλλά και από την Ελλάδα 500.000 Μουσουλμάνοι και 90.000 Βούλγαροι.

Αν τώρα ο ελληνοτουρκικός πόλεμος 1919-1922 και ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τη

Μικρασία μετανομάζεται, διά διατάγματος, γενοκτονία των Ελλήνων, τούτο

υποκρύπτει γενικότερη αναθεώρηση μιας κρίσιμης φάσης της νεοελληνικής

ιστορίας: θέλει να απαλείψει από την ιστορική αυτοσυνείδηση την έννοια της

Καταστροφής. Βέβαια κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ούτε τις σφαγές ούτε τους

πάσης φύσεως κατατρεγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες. Ο χαρακτηρισμός όμως

«γενοκτονία» αποσιωπά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, αφήνει στο προσκήνιο έναν

μόνο πρωταγωνιστή, τους Τούρκους και τα καταχθόνια σχέδιά τους, ενώ οι Έλληνες

εξιλεώνονται. Έτσι, αυτή η ημέρα «εθνικής μνήμης» θα προσφέρει μέγιστες

υπηρεσίες στην εθνική αμνησία και την πλήρη ιδεολογικοποίηση της Ιστορίας μας.

Ο Άγγελος Ελεφάντης είναι διευθυντής του περιοδικού «Ο Πολίτης»