Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να λέμε για έναν τριαντάρη, αν όχι και για έναν σαραντάρη συγγραφέα ότι είναι «ταλαντούχος», «φέρελπις» κ.λπ. και ότι πρέπει να κρίνεται με επιείκεια (ακόμα και αν έχει βγάλει ήδη τέσσερα-πέντε βιβλία). Θεωρούμε τόσο αυτονόητη αυτή την αντίληψή μας ώστε δυσκολευόμαστε πολύ να πιστέψουμε ότι ένας συγγραφέας σ΄ αυτή την ηλικία μπορεί να διακρίνεται για κάτι περισσότερο από νεανική δροσιά και σπιρτάδα. Βλέπετε, αλλιώς διαμορφώνονται οι συγγραφείς στην Ελλάδα και αλλιώς σε μια κουλτούρα όπως αυτή της Γερμανίας του Ντάνιελ Κέλμαν. Τον 33χρονο σήμερα Ντάνιελ Κέλμαν τον γνωρίσαμε στη χώρα μας «από την ανάποδη». Πρώτα μας ήρθε το τελευταίο, ή μάλλον το προτελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Η μέτρηση του κόσμου (2005 στα γερμανικά, 2007 στα ελληνικά), που μας εξέπληξε όχι μόνο για την τεχνική ωριμότητά του, αλλά προπαντός για την ωριμότητα του προβληματισμού και του αισθήματος ζωής. Φέτος μάς δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσουμε το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Εγώ και ο Καμίνσκι (2003 στα γερμανικά). Και η έκπληξή μας μεγάλωσε. Γιατί είδαμε έναν ακόμα νεαρότερο Κέλμαν (μόλις 27-28 ετών τότε) να λειτουργεί σ΄ ένα πολύ διαφορετικό θεματικό και μυθοπλαστικό πλαίσιο με την ίδια αφηγηματική ευθυβολία, την ίδια πυκνότητα έκφρασης, την ίδια ικανότητα υπαρξιακής εμβάθυνσης. Για πόσους ΄Ελληνες συνομηλίκους του συγγραφείς μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Κι ας γράφουν οι περισσότεροι ολοένα για το ίδιο θέμα!

Δεν τα λέω αυτά με εισαγγελική διάθεση, αλλά με την ανησυχία του κριτικού που αισθάνεται πως κινδυνεύει και ο ίδιος να χάσει το μέτρο του σημαντικού, όταν είναι υποχρεωμένος να καταγίνεται διαρκώς με τη ροή ενός υλικού που δεν αναταράζεται από καμιά προσπάθεια να υπερβεί την κοίτη του.

Στη Μέτρηση του κόσμου ο Κέλμαν, αντλώντας την έμπνευσή του από την ιστορία των επιστημών, μιλούσε για τη δραματική ασυμφωνία ανάμεσα στην αναζήτηση της γνώσης και την αναζήτηση της ευτυχίας ή, για να το θέσουμε αλλιώς, ανάμεσα στην αλήθεια του κόσμου και την αλήθεια του εαυτού. Ένα παρόμοιο μοτίβο- η διάσταση ανάμεσα στο έργο και την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη- εμφανίζεται και στο Εγώ και ο Καμίνσκι, εδώ όμως σαν μία από τις παραμέτρους ενός μυθιστορήματος που το θέμα του μπορεί να περιγραφεί ως εξής: σ΄ έναν κόσμο απόλυτης ελαφρότητας, όπως ο δικός μας, έναν κόσμο που δεν πιστεύει σε αξίες, η οποιασδήποτε μορφής «καταξίωση» δεν έχει κανένα νόημα και αργά ή γρήγορα θα αφήσει έκθετη την υπαρξιακή γύμνια που προσπαθεί να σκεπάσει.

Ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος και αφηγητής της ιστορίας είναι ένας τριαντάχρονος δημοσιογράφος ονόματι Σεμπάστιαν Τσέλνερ. Ο άλλος είναι ένας κάποτε διάσημος, τώρα όμως σχεδόν ξεχασμένος ζωγράφος, ο Μάνουελ Καμίνσκι, γέρος πια και άρρωστος. Ο πρώτος επείγεται να γράψει τη βιογραφία του δεύτερου, αλλά τα κίνητρά του είναι οτιδήποτε άλλο από αγνά: κυνικός και αριβίστας, θέλει να έχει έτοιμο για έκδοση το βιβλίο του όταν ο Καμίνσκι πεθάνει (κάτι που, λογικά, δεν θα αργήσει να συμβεί), ώστε η συγκυριακή επικαιρότητα του βιογραφούμενου να του εξασφαλίσει φήμη και χρήμα. Ο μισητός ανταγωνιστής, αλλά και κρυφό πρότυπο του Τσέλνερ είναι ένας άλλος βιογράφος, που έχει κάνει όνομα και περιουσία χάρη σε ελαφρές και, φυσικά, ευπώλητες βιογραφίες διάσημων προσωπικοτήτων.

Ο Τσέλνερ, σίγουρος πως η περίπτωση του Καμίνσκι είναι ένα κελεπούρι που διέφυγε από τον ανταγωνιστή του, εντοπίζει τον γηραιό ζωγράφο σ΄ ένα χωριό των ΄Αλπεων, όπου ζει αποτραβηγμένος με την κόρη του. Αφού παραβιάσει θρασύτατα το ατελιέ του ζωγράφου και το γραφείο της κόρης του, χωρίς να βρει κάτι «γαργαλιστικό» για το βιβλίο του, καταφέρνει να παρασύρει τον Καμίνσκι σ΄ ένα ταξίδι μέσα από τη Γερμανία ώς τη Βόρεια Θάλασσα, με δέλεαρ τη συνάντηση με τον μεγάλο έρωτα της ζωής εκείνου: μια γυναίκα που, έπειτα από μια γεμάτη πάθος σχέση, τον εγκατέλειψε απελπισμένη (για λόγους που ποτέ δεν θα διευκρινιστούν, τουλάχιστον με τρόπο που θα ικανοποιούσε τον επίδοξο βιογράφο).

Ποιος οδηγεί ποιον, ποιος εκμεταλλεύεται ποιον σ΄ αυτό το οδοιπορικό; Ο Τσέλνερ νομίζει πως έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, σιγά σιγά όμως υποψιάζεται πως αυτός είναι που χειραγωγείται: ο ζωγράφος τον υποχρεώνει να συμμορφώνεται με τα γεροντικά καπρίτσια του, τον βάζει να πληρώνει για τα πάντα και, το χειρότερο, επιμένει να κρατάει σφραγισμένα τα μυστικά του, προσποιούμενος άλλοτε άγνοια και άλλοτε άνοια. Στα πολλά και διάφορα επεισόδια αυτού του ταξιδιού, και ώς την τελική (για τον Τσέλνερ απόλυτα απογοητευτική) συνάντηση με τη μυστηριώδη Ηγερία του Καμίνσκι, ο τελευταίος θα δει να επιβεβαιώνεται αυτό που ήξερε ήδη:

ότι η τέχνη του, η τέχνη γενικά, δεν έχει σήμερα κανένα νόημα, είναι το πολύ πολύ ένα μιντιακό πυροτέχνημα ή μια αφορμή για κοσμικές συνάξεις, δεν αγγίζει βαθύτερα ούτε καν το σινάφι που ασχολείται μαζί της (γκαλερίστες, τεχνοκριτικούς, ρεπόρτερ, πανεπιστημιακούς μελετητές κ.λπ.). Ο Τσέλνερ όμως θα μάθει αυτό που δεν ήξερε, αυτό που δεν ήθελε να ξέρει: ότι είναι μάλλον

Ντάνιελ Κέλμαν

ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΚΑΜΙΝΣΚΙ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΣ.

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ,ΑΘΗΝΑ 2008.ΣΕΛΙΔΕΣ 178

αφελής παρά «μάγκας», ότι, ενώ επιχειρούσε να ξεκλειδώσει τα μυστικά της ιδιωτικής ζωής των άλλων, δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε τα μηνύματα που του έστελνε η δική του ιδιωτική ζωή, ότι ακόμα και το σχέδιο στο οποίο βάσισε τις προσδοκίες του για δόξα και πλούτο ήταν εξαρχής καταδικασμένο να καταλήξει σε φιάσκο.

Ητελευταία σκηνή βρίσκει τους δύο ήρωες καθισμένους σε μια έρημη παραλία της Βόρειας Θάλασσας, κερδισμένους και τους δύο από το ταξίδι τους, έστω και μέσα από πικρές εμπειρίες. Ο Καμίνσκι εκπληρώνει το τελευταίο όνειρό του, πιθανώς τον αληθινό λόγο για τον οποίο δέχτηκε να ακολουθήσει τον κενόδοξο νεαρό δημοσιογράφο: να ατενίσει επιτέλους τη θάλασσα! Και ο Τσέλνερ, έχοντας χάσει τα πάντα- ερωμένη, χρήματα, επαγγελματικές φιλοδοξίες, αυταπάτες- αισθάνεται για πρώτη φορά πραγματικά ελεύθερος. Σε μια ύστατη χειρονομία, ξεφορτώνεται όλο το υλικό της έρευνάς του- σημειώσεις, μαγνητοφωνημένες κασέτες, σκαριφήματα- και, σημαδιακά, αποφασίζει έπειτα από αρκετό δισταγμό να φυλάξει μόνο τις φωτογραφίες που τράβηξε από τους τελευταίους πίνακες του Καμίνσκι. Η μόνη βέβαιη και χειροπιαστή αλήθεια είναι το έργο του καλλιτέχνη, η τέχνη θα διασωθεί στα αμήχανα χέρια της αμφιβολίας, προσμένοντας τους μελλοντικούς πιστούς της.

Ο Κέλμαν υπαγορεύει στον αφηγητή του μια εξιστόρηση της περιπέτειάς του γεμάτη πλάγιες νύξεις, αδιόρατη ειρωνεία, με γλώσσα τόσο περισσότερο λειτουργική όσο είναι αφτιασίδωτη, με εκπληκτική αίσθηση της αποκαλυπτικής λεπτομέρειας, με σοφή χρήση του «κατ», της αφηγηματικής τομής, ώστε να αποφεύγεται η φλυαρία του αυτονόητου ή του ανούσιου. Είναι μια γραφή ρέουσα και φαινομενικά απλή, αλλά με όχι λίγες δυσκολίες και παγίδες για τον μεταφραστή. Ο Κώστας Κοσμάς τα έβγαλε πέρα μια χαρά με αυτές, κατορθώνοντας επιπρόσθετα (κάτι εξίσου, αν όχι περισσότερο δύσκολο) να αποδώσει πιστά στα ελληνικά το «γερμανικά» νευρώδες, στακάτο ύφος του πρωτότυπου.