Τυπικά ο Γιώργος Αλτής είναι δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης. Ουσιαστικά αποτελεί ένα από τα πιο αισιόδοξα παραδείγματα στο σημερινό μουσικό τοπίο με μαχόμενη στάση στα πράγματα του ελληνικού τραγουδιού και με συγγραφική ήδη κατάθεση όπου έχει διασώσει βιογραφίες και γεγονότα από το λαϊκό του 20ού αιώνα.

Κατ’ αρχάς οργανώσατε με τη δημοσιογράφο και στιχουργό Αθηνά Καμπάκογλου μία σειρά ζωντανών παραστάσεων σε λαϊκά καφενεία στην περιοχή του Αιγάλεω. Πώς γεννήθηκε ακριβώς η ιδέα και τι εμπειρία έχετε κομίσει από τη μέχρι τώρα παρουσία σας στα εν λόγω λαϊκά στέκια;

Γεννήθηκε από την ανάγκη να επικοινωνήσουμε με λαϊκούς ανθρώπους που δεν πάνε σε παραστάσεις ούτε σε μουσικές σκηνές. Με την Αθηνά είχαμε κάνει αρκετές θεματικές βραδιές με λαϊκά τραγούδια και αποσπάσματα από βιογραφίες δεξιοτεχνών του μπουζουκιού. Ομως θέλαμε να πάμε αυτά τα θέματα στους φυσικούς τους χώρους, εκεί όπου οι άνθρωποι βιώνουν το λαϊκό τραγούδι: στα καφενεία. Η Αθηνά μετέφερε την πρόταση «Το λαϊκό τραγούδι στα καφενεία του Αιγάλεω» στον αντιδήμαρχο του Αιγάλεω Γιάννη Κουτούλια και αμέσως την αγκάλιασε. Οταν πήγαμε να παίξουμε, δεν ξέραμε τι θα βιώναμε. Ο κόσμος μάς αγκάλιασε. Στο Αιγάλεω υπάρχουν ακόμα γειτονιές με ανθρώπους χαμογελαστούς, εγκάρδιους. Γίναμε όλοι ένα. Σαν να στήναμε γλέντι στην αυλή κάποιου σπιτιού.

Πού παίξατε;

Παίξαμε σ’ ένα καφενείο, που είχε ανοίξει πριν από 70 χρόνια ο Μιχάλης Χιώτης, αδερφός του Μανώλη Χιώτη, μαζί με την τραγουδίστρια Ανθούλα Αλιφραγκή. Τη μετέπειτα ιδιοκτήτρια του μπουζουξίδικου «Σου Μου». Σ’ εκείνους τους χώρους καταλαβαίνεις ποια τραγούδια είναι πραγματικά λαϊκά. Μας ζητάγανε παραγγελιές: Ζαγοραίο, Παγιουμτζή, Διονυσίου, Ζαμπέτα, Μοσχολιού, Αγγελόπουλο, Μιχαλόπουλο. Είδαμε ζεϊμπέκικα πολύ μερακλίδικα. Ο κόσμος μάς ακολουθούσε από το ένα καφενείο στο άλλο. Ζήσαμε μοναδικές στιγμές. Τώρα που τελειώσαμε μας λείπει αυτή η ένωση με τον κόσμο.

Το μπουζούκι που εκπροσωπείτε και υπηρετείτε τόσα χρόνια πρέπει να επανασυνδεθεί με μια λαϊκότητα και με τον λαϊκό κόσμο. Το λαϊκό τραγούδι θα πρέπει να ξαναγίνει κτήμα του κόσμου και άρα οτιδήποτε καινούργιο να γεννηθεί μέσα από και για τον κόσμο αυτό;

Το μπουζούκι δεν έχει αποσυνδεθεί ούτε στιγμή από τον λαϊκό κόσμο. Δεν έχει χάσει τη λαϊκότητά του. Το λαϊκό τραγούδι είναι γέννημα του κόσμου. Κι ό,τι γεννιέται μέσα από τον κόσμο, έχει παντοτινή αξία. Οι άνθρωποι πρέπει να δούνε ποιοι είναι και πού βρίσκονται.

Ταυτόχρονα με τη διδασκαλία του μπουζουκιού, την οποία ασκείτε, γράφετε και λαϊκά τραγούδια με παλιούς και νέους ερμηνευτές, όπως προσφάτως με την πολύ σημαντική λαϊκή τραγουδίστρια Καίτη Ντάλη. Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας γεννάει το λαϊκό τραγούδι με την έννοια της μουσικής και με την έννοια του στίχου;

Γεννιέται από την ανάγκη έκφρασης. Από την αλήθεια, την ταλαιπωρία του φτωχού ανθρώπου, του βιοπαλαιστή. Το λαϊκό τραγούδι από κοινωνικό τραγούδι εδώ και χρόνια το μετατρέψανε σε τραγούδι αχάριστου έρωτα. Αλλος το περιγράφει με στίχους και άλλος με τη μουσική.

Κάνετε συχνά αφιερώματα σε λαϊκούς συνθέτες αλλά και στιχουργούς όπως τώρα με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ποια ακριβώς ανάγκη σάς ωθεί σε αυτό; Μια απλή αναπαράσταση αισθήματος ή μια σύνδεση του κάθε φορά λαϊκού έργου με το τώρα;

Τα αφιερώματα είναι μια δυναμική αποκάλυψη για τους συντελεστές και τους ακροατές. Μέσα σε ένα πρόγραμμα όσα τραγούδια κι αν παίξουμε ενός δημιουργού δεν μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Οταν κάνεις αφιέρωμα ενός προσώπου συμβαδίζεις με την καλλιτεχνική του εξέλιξη και πορεία μέσα στον χρόνο. Ακούς τους στίχους ή τη μουσική και αναρωτιέσαι αν τα έχει γράψει ο ίδιος άνθρωπος. Ετσι τον γνωρίζεις καλύτερα και εσύ ως μουσικός και ο κόσμος. Νομίζω ότι τα αφιερώματα γίνονται περισσότερο για εμάς τους ίδιους. Επαναφορτιζόμαστε. Οσο για το κοινό πάντα διψάει να ακούσει τραγούδια που του μιλάνε στην ψυχή. Αρχίσαμε το αφιέρωμα στην Παπαγιαννοπούλου τον Νοέμβριο στις «1.002 Νύχτες» και συνεχίζουμε κάθε Τετάρτη.

Εχετε ένα πλούσιο συγγραφικό έργο με λαϊκές βιογραφίες κυρίως δεξιοτεχνών του μπουζουκιού αλλά και επιμέρους έρευνες πάνω σε πρόσωπα και της δεξιοτεχνίας και του λαϊκού κόσμου. Εντοπίσατε κάποιο κενό στην καταγραφή ή οι συναντήσεις σας με κάποια πρόσωπα σας ώθησαν στη συγγραφή αυτών των βιβλίων;

Από μικρός άκουγα ιστορίες για τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Για μένα που μάθαινα μπουζούκι ήταν μαγικές. Ζούσαν ακόμα πολλοί άνθρωποι της χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού, θαμώνες και πρωταγωνιστές. Θυμάμαι κάποιος μου είπε ότι ένας μπουζουξής της Αμερικής, ο Λεμονόπουλος, έπαιζε σε νότες το όνομά του στο μπουζούκι. Εμεινα με ανοιχτό το στόμα. Μαγεία, πώς το έκανε… Ενα βράδυ άκουσα στην εκπομπή «Λαϊκοί βάρδοι» του Πάνου Γεραμάνη ότι ο θρυλικός μπουζουξής Γιώργος Τσιμπίδης έχει έρθει από την Αμερική και βρίσκεται στο νοσοκομείο. Μια δύναμη με έσπρωξε και πήγα. Με μάγεψε ο Τσιμπίδης. Καλός άνθρωπος, σαν άγγελος μου φάνηκε. Η ίδια δύναμη μετά από καιρό με έστειλε στο σπίτι του. Του έκανα παρέα, μου έλεγε ιστορίες για την Αμερική. Μια μέρα σκέφτηκα ότι κάποιος πρέπει να τις καταγράψει, γιατί θα χαθούν. Ετσι χωρίς να το συνειδητοποιήσω άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο τα «Οκτώ λαϊκά πορτρέτα». Μέχρι τότε υπήρχαν οι βιογραφίες γνωστών συνθετών και τραγουδιστών. Για τους αφανείς ήρωες των λαϊκών κέντρων και των ηχογραφήσεων δεν υπήρχε τίποτα. Ελάχιστα στοιχεία. Ετσι λοιπόν μπήκα στον δρόμο της έρευνας και καταγραφής.

Ποια είναι τα δικά σας αρχικά ερεθίσματα για να ασχοληθείτε με το μπουζούκι και ποια ήταν ορισμένα εκ των προσώπων που σας καθόρισαν και στη συνάντηση μαζί τους και με τη μαθητεία σας σε αυτούς;

Σαν παιδάκι υπήρχε στ’ αφτιά μου ο μαγικός ήχος από τα ηλεκτρικά μπουζούκια της δεκαετίας του 1960. Με τράβηξε το μπουζούκι από μικρή ηλικία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το σίριαλ της εποχής «Το μινόρε της αυγής» του Φώτη Μεσθεναίου. Φωτεινός φάρος στα πρώτα μου χρόνια στάθηκε ο Θέμης Παπαβασιλείου. Χαρισματικός δάσκαλος, ιδιοφυΐα. Για τρεις δεκαετίες έβγαλε πολλούς δεξιοτέχνες στο μπουζούκι. Μετά γνώρισα τον Γιάννη Παλαιολόγου. Δάσκαλος και φίλος. Ο Παλαιολόγου τράβηξε το σεντόνι και μου αποκάλυψε έναν άλλο κόσμο. Μέσα από τα βιβλία μου γνώρισα πολύ κόσμο του μπουζουκιού. Συνδέθηκα μαζί τους. Εκανα παρέα με τον Σπόρο. Γνώρισα τον Τσομίδη, τον Γιάννη Παπαδόπουλο, τον Λιόση, τον Καραμπεσίνη και άλλους πολλούς. Πολύ σημαντικός για μένα είναι ο Γιάννης Μωραΐτης. Πνευματικός μου πατέρας στο μπουζούκι. Εχουμε παίξει μαζί ατελείωτες ώρες. Τα τελευταία χρόνια έχουμε φιλία με τον σπουδαίο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δημήτρη Βύζα.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.