Γιατί να μην πούμε πως οι παλιές ελληνικές ταινίες έχουν θέση σε μια ευρύτερη νεοελληνική γραμματεία, σε μια λοξή αυτογνωσία και σε μια διάσωση εποχών, άρα και σε μια κιβωτό Ιστορίας; Ο σεναριογράφος, συγγραφέας και ρέκτης – βαθύς γνώστης – του πεδίου Ανδρόνικος Τζιβλέρης μάς μυεί στον κόσμο τον τόσο γνώριμο σε όλους μα και άγνωστο σε πτυχές του.

Πώς ξεκινάει η αγάπη σας για το ελληνικό σινεμά, και δη εκείνο της περιόδου 1940-1970, και πώς φτάσατε στην ιδέα του καναλιού Kastalia, όπου κάνετε ανάλυση, αποκωδικοποίηση των αθάνατων ταινιών;

Η αγάπη για το παλιό ελληνικό σινεμά νομίζω πως δεν «ξεκινά» – υπάρχει. Μας έχει ορίσει, από τα γεννοφάσκια μας. Εκείνο μας εμπεριέχει, και όχι εμείς αυτό. Γι’ αυτό και το ‘χουμε τοποθετήσει σε ένα άγιο εικονοστάσι. Ο Βασίλης Λογοθετίδης και όλοι οι ανεπανάληπτοι ηθοποιοί κυρίως της ηθογραφίας του ’50, ο τρόπος που θλίβονται, που χαίρονται, που είναι σπάταλοι ή τσιγκούνηδες, προκομμένοι ή τεμπέληδες, που απιστούν, που θα ήθελαν να απιστήσουν, όλα αυτά είναι συμπεριφορές στις οποίες επαληθεύεται ακόμη και σήμερα η ψυχή μας. Κι ας έχουν σήμερα αλλάξει συλλήβδην το περιβάλλον και η συνθήκη. Εκεί ανατρέχουμε για το οξυγόνο μας.

Το κανάλι σας;

Το Kastalia ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια με ένα βίντεο – αφιέρωμα στον Βασίλη Λογοθετίδη, έτσι, από μεράκι, δίχως άλλον σκοπό. Και ο κόσμος που το είδε, με πήρε από το χέρι και με οδήγησε. Συνοδοιπορούμε πλέον τόσα χρόνια.

Είναι το ελληνικό σινεμά του ’60 μια νεοελληνική γραμματεία για πολλές γενιές; Ηταν, κοινώς, και φορέας μάθησης και τι ρόλο επιτελούσε και, αν θέλετε, επιτελεί και σήμερα για τη μέση λαϊκή ή μη οικογένεια και τον απλό θεατή;

Για τον σύγχρονο τότε θεατή οι ταινίες ήταν ένα μέσο καταφυγής και διασκέδασης, δεν είχαν άλλο ρόλο. Δεν περίμενε ο μέσος κατατρεγμένος τότε Ελληνας τις ταινίες για να αφυπνιστεί. Σήμερα όμως, που οι χρονικές αποστάσεις μετρούν αρκετές δεκαετίες, λειτουργούν αλλιώς οι ταινίες κυρίως σε ό,τι αφορά την ιστορία της πόλης και της χώρας μας. Είναι μια κιβωτός μνήμης, λαογραφικών και πραγματολογικών στοιχείων, ένα καλειδοσκόπιο. Βλέπουμε την τεράστια αλλοίωση στην οικιστική φυσιογνωμία της πόλης. Κι ας γνωρίζουμε ότι ο Αυλωνίτης («Ο θησαυρός του μακαρίτη») ήταν αυτός που εν τέλει γκρέμισε το παλιό παραδοσιακό σπιτάκι της Βασιλειάδου και σήκωσε την εξαώροφη.

Ποιος ο ρόλος του Φίνου στην όλη παραγωγή και διάδοση των ταινιών; Θυμάμαι πως οι νεότεροι κριτικοί του ΝΕΚ, της δεκαετίας του ’80, ασκούσαν και μια κριτική στις ταινίες και στο μοντέλο εκείνο ως αρκετά συγκεντρωτικό ως δομή…

Ο Φίνος, με την καθετοποίηση που έφερε στην παραγωγή του, έκανε το σινεμά μια μικρή βιομηχανία, παρασύροντας και όλους τους υπόλοιπους παραγωγούς. Εφτασε να γυρίζει τρεις και τέσσερις παραγωγές παράλληλα. Ο Φίνος, όμως, έκανε σινεμά εμπορικό – ήταν ο παραγωγός του ταμείου. Εξυπηρετούσε την αγορά και τους κανόνες της. Δεν φταίει ούτε το μοντέλο ούτε η συγκεντρωτική δομή για το πόσο άξια ή όχι είναι μια ταινία. Οι ποιότητες στο έργο είναι πάντα σε συνάρτηση με το μέτρο της ποιότητας που φέρει ή όχι ο ίδιος ο σκηνοθέτης και όχι το μέσο ή το μοντέλο παραγωγής. Και να ομολογήσουμε πως ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος βοηθούσε όλους τους νέους ανεξάρτητους σκηνοθέτες που ξεκινούσαν τότε – με κάθε τρόπο και μέσο.

Στο βιβλίο σας «Ξαναγράφοντας», με αφορμή πέντε ταινίες ή πέντε σενάρια (ανάμεσά τους το νεότερο μα πετυχημένο των Ρέππα – Παπαθανασίου «Μπαμπάδες με ρούμι»), αναλύετε αποδομώντας την κάθε ιδέα, τον σκελετό και τη δομή του κάθε σεναρίου. Τι ακριβώς σας οδήγησε σε αυτή την πρωτότυπη άσκηση που άνετα μπορεί να διδάσκεται σε σχολές;

Το βιβλίο μου «Ξαναγράφοντας» προέκυψε μέσα από τα σπλάχνα του καναλιού που διατηρώ στο YouTube – το Kastalia. Η ανάγκη των ίδιων των φίλων του καναλιού να σκάψουμε πιο βαθιά στις παλιές ταινίες, κυρίως στα κείμενα, να διαπεράσουμε τα αυτονόητα και να βρούμε τους χυμούς τους με οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου. Εμεινα έκπληκτος όταν κατάλαβα πως όλα τα αυτονόητα για μένα, για τους φίλους του καναλιού ήταν τεράστια ζητούμενα. Και εγένετο το «Ξαναγράφοντας».

Τελικά ο συγγραφέας – σεναριογράφος απλώς ξαναγράφει μια ιδέα που προηγείται εκείνου, όπως λέει ο Ρέππας στον πρόλογο της έρευνάς σας;

Να μην ξεχνάμε πως και οι τραγικοί ποιητές, σε όλες τους τις τραγωδίες, πλην των «Περσών» του Αισχύλου, γνωστούς και παμπάλαιους μύθους πραγματεύτηκαν. Ανέσυραν γνωστά στους Αθηναίους μοτίβα και τα επανασυνέθεταν με τρόπο που να μιλάνε, υπαινικτικά, στον σύγχρονό τους, τότε, πολίτη. Δεν σκαρφίστηκαν καινούργιους μύθους. Και μάλιστα το θεωρούσαν πιο γόνιμο. Επρεπε ο αθηναίος πολίτης να γνωρίζει από πριν τον μύθο και να μη σπαταλιέται στην «πρώτη ανάγνωση» της εξέλιξης μιας ιστορίας. Ασφαλώς και συμφωνώ με τον Μιχάλη Ρέππα σε ό,τι αφορά τα δραματουργικά υλικά που θα χειριστεί ο συγγραφέας και που προϋπάρχουν. Το τάλαντο όμως του κάθε συγγραφέα είναι η επανασύνθεση και ο τρόπος που θα γίνει εύστοχος, γόνιμος και παρεμβατικός με το έργο του. Το να σκαρφιστούμε πρωτότυπα μοτίβα, από μόνο του δεν λέει τίποτα. Το θέατρο όμως δεν είναι θέαμα, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Είναι ουσία, πολιτική πράξη από γεννησιμιού του. Είναι πολιτική, διάλογος, δημοκρατία, αλλά πάνω απ’ όλα «θέμα» που οφείλει να μας απασχολήσει ως πολίτες, ως πόλη, και όχι να μας διασκεδάσει. Στο βιβλίο μου ασχολούμαι και αποδομώ πέντε φαρσοκωμωδίες, κι αυτό διότι ο κώδικας της φάρσας είναι συγκεκριμένος και τεχνικά. Είναι σαν αλγόριθμος. Μέσα από ένα ευχάριστο θεατρικό παιχνίδι προσπαθώ να αποδείξω σε κάθε επίδοξο θεατρικό συγγραφέα, ξεκινώντας αντίστροφα, από την αποδόμηση, πώς χτίζεται η φάρσα.

Τι είδους συνταγή ήταν εκείνη που έκανε τόσο διαχρονικές τις ταινίες του ελληνικού σινεμά;

Οι ταινίες αυτές μας έχουν γαλουχήσει από τη «συγχωρεμένη» ασπρόμαυρη ΕΡΤ. Το σαββατόβραδο ήταν ιεροτελεστία. Ολη η οικογένεια στο βραδινό τραπέζι και η Φίνος Φιλμ να παίζει τις ταινίες της σε πρώτη τηλεοπτική μετάδοση. Οι Ελληνες τις ταινίες αυτές δεν τις αντιμετωπίσαμε ποτέ με διάθεση κριτική. Δεν τις προσεγγίζουμε με αυστηρά κινηματογραφικά κριτήρια. Αν το κάνουμε, μια χούφτα ταινίες θα απομείνουν. Ο ελληνικός λαός τις ταινίες αυτές απλώς τις αγαπά, τις προσεγγίζει με το συναίσθημα. Τις αγαπάμε όπως αγαπάμε τα παιδιά μας, τους γονείς μας, τους παππούδες – άκριτα. Οι ταινίες μας είναι σαν το οικογενειακό λεύκωμα – σαν το φωτογραφικό άλμπουμ με τις παλιές τσακισμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες της γιαγιάς. Ποιος δεν αγαπά τη γιαγιά ή ποιος θα τολμήσει να της ασκήσει κριτική; Δεν το κάνει κανείς. Το «ταμείο» που κάνουν πια αυτά τα φιλμ είναι στο συναίσθημά μας.