Το όραμα να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός θεσμός που φέρνει την κλασική μουσική πιο κοντά στο ελληνικό κοινό. Η ανάγκη να επιβιώσει ο θεσμός σε έναν κόσμο που φαίνεται να μη δίνει προτεραιότητες στην τέχνη. Και οι στόχοι να εκπαιδεύονται νέες γενιές ακροατών και να γίνεται η μουσική μέρος της καθημερινότητάς τους. Αυτές είναι μερικές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης Χρίστος Γαλιλαίας, με τον οποίο μιλήσαμε επ’ αφορμή της συμπλήρωσης 25 χρόνων του οργανισμού.

Ο σκοπός και οι προκλήσεις

«Τα Μέγαρα Μουσικής στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκαν με έναν συγκεκριμένο σκοπό, που δεν είναι άλλος από το να καταστούν ναοί της κλασικής μουσικής, διότι αυτό έλειπε από την Ελλάδα. Αυτό ήταν το όραμα του Χρήστου Λαμπράκη. Ο στόχος ήταν να μη χρειάζεται ο Ελληνας να φύγει στο εξωτερικό, να πάει στο Βερολίνο ή να ταξιδέψει στη Βιέννη για να απολαύσει μεγάλες μουσικές εκδηλώσεις και σπουδαίους καλλιτέχνες. Αντίθετα, να έρχεται η Φιλαρμονική του Βερολίνου στην Αθήνα και να βλέπει τη Μάρθα Αργκερίχ από κοντά, για παράδειγμα, χωρίς να χρειάζεται να ταξιδέψει στη Βιέννη. Αυτό είναι το πολύ βασικό.

Ωστόσο, το κοινό δεν έχει συνηθίσει στη λόγια μουσική, αφού ποτέ δεν ήταν κομμάτι της ελληνικής παράδοσης ή κουλτούρας. Οταν στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρχε η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, η μπαρόκ, η κλασική και η ρομαντική περίοδος, η Ελλάδα ήταν σε οθωμανική κατοχή. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλλει να κατανοήσουμε ότι για να αλλάξει αυτό απαιτούνται δύο πράγματα. Πρώτον πολλά χρόνια και δεύτερον μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε το ζήτημα της αισθητικής, όσον αφορά τη μουσική και τον πολιτισμό γενικότερα. Οταν ένα παιδί μεγαλώνει ακούγοντας μουσική που δεν έχει καμία σχέση με τη λόγια μουσική ή με χαμηλή αισθητική και ταυτόχρονα ζει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν τα μπουζούκια και τα λαϊκά τραγούδια, πώς περιμένουμε ότι μεγαλώνοντας θα αγαπήσει τον Σούμπερτ; Η λόγια μουσική να μπει στην καθημερινότητα. Επιμένω για τις μικρές ηλικίες, γιατί εκεί διαμορφώνονται η προσωπικότητα και η αισθητική του ατόμου, και το περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για ένα παιδί».

Οι δράσεις

«Αναφορικά με αυτό που συζητάμε, έχουμε ήδη θέσει σε εφαρμογή πλάνα και προχωράμε με δράσεις που συμβάλλουν στην υλοποίηση αυτών των στόχων. Για παράδειγμα, να σας αναφέρω ενδεικτικά τη “Μούσα”, την Ορχήστρα Νέων του Μεγάρου, η οποία πολλές φορές επισκέπτεται σχολεία, ή ένα κλιμάκιο της “Μούσας” για να είναι πιο διαχειρίσιμο το μέγεθος, και έτσι τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με κάτι διαφορετικό.

Επιστρέφω στο όραμα, στους ιδρυτικούς σκοπούς των Μεγάρων Μουσικής. Η μουσική, όπως ξέρετε, είναι μια πολύ άμεση μορφή τέχνης. Αν, για παράδειγμα, έρθετε σε μια συναυλία που δεν έχει μεγάλη προσέλευση, αλλά όσοι βρέθηκαν εκεί συγκινήθηκαν ή ένιωσαν κάτι, τότε εγώ θεωρώ πως έχω πετύχει την αποστολή μου. Το θέμα είναι να αγγίξεις την ψυχή του κοινού, αυτού που έρχεται. Δεν έχει καμία σημασία αν ήρθαν 50 άτομα ή 500. Και φυσικά θέλουμε τα 500. Υπάρχει όμως και η παγίδα, γιατί ζούμε σε μια εποχή που εστιάζει στα “μετρήσιμα αποτελέσματα”. Ομως δεν μετριούνται όλα στη ζωή με αυτόν τον τρόπο, και φυσικά ούτε η μουσική. Είναι λάθος να εστιάζει κανείς μόνο στο πόσα εισιτήρια κόπηκαν. Η τέχνη δεν είναι αυτό. Το μετρήσιμο αποτέλεσμα της τέχνης είναι αυτό που σας είπα πριν: να φτάσεις στο τέλος της συναυλίας και να ρωτήσεις το κοινό καθώς βγαίνει: “Σου έκανε κάτι αυτό που άκουσες;”. Και να σου πει ο άλλος: “Φίλε, έχω ταξιδέψει σε άλλον κόσμο. Χαίρομαι τόσο που ήρθα”. Αυτό είναι το πραγματικό αποτέλεσμα, και όχι να ασχολείσαι με το γιατί δεν ήρθαν άλλοι χίλιοι. Πόσους λόγους μπορώ να σας πω για τους οποίους δεν ήρθαν οι άλλοι χίλιοι;».

Επιβίωση και επιδιώξεις

«Υπάρχει, φυσικά, η ανάγκη της επιβίωσης. Αυτό το θέμα το έχω αναλύσει πολλές φορές, γιατί το ακούω συχνά. Υπάρχει η άποψη ότι ο πολιτισμός πρέπει να είναι βιώσιμος, αλλά εγώ δεν συμφωνώ με αυτό. Τουλάχιστον, να παραμείνει όπως είναι τώρα. Στην Ελλάδα, είμαστε τυχεροί και γι’ αυτό το υπογραμμίζω. Ο πολιτισμός, ακόμα και σήμερα, έχει δημόσιο χαρακτήρα. Και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ σημαντική η στήριξη των χορηγών, και συμφωνώ απόλυτα μαζί σας σε αυτό. Οι χορηγοί είναι εξαιρετικοί και τους ευχαριστούμε. Χωρίς όμως τη στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αλλά, αν το δούμε αναλογικά, εγώ που είμαι μέσα στο σύστημα και γνωρίζω τα νούμερα θα σας πω ότι το υπουργείο καλύπτει το 90% του προϋπολογισμού, ενώ οι χορηγοί καλύπτουν μόνο το 10%. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο λόγος που είμαστε εποπτευόμενοι φορείς εκ του νόμου είναι επειδή το υπουργείο καλύπτει πάνω από το 50% του ετήσιου προϋπολογισμού μας. Επειδή έχω ζήσει στην Αμερική για 27 χρόνια, σε άλλο πόστο και σε άλλο σύστημα, νομίζω ότι είμαστε πολύ τυχεροί στην Ελλάδα που ο πολιτισμός εξακολουθεί να έχει δημόσιο χαρακτήρα. Εγώ το βιώνω καθημερινά και αν δεν υπήρχε αυτή η στήριξη, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα από όσα κάνουμε.

Μία από τις πρωταρχικές μου επιδιώξεις ήταν να καθιερωθεί το Μέγαρο σε διεθνές επίπεδο. Νομίζω ότι πέρυσι, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία του οργανισμού προβλήθηκαν συναυλίες του Μεγάρου από τα κανάλια Mezzo TV και Medici, ήταν μια επιβεβαίωση του καλλιτεχνικού επιπέδου του προγράμματός μας. Επίσης, ήταν ένδειξη ότι αυτό αναγνωρίζεται πλέον και σε διεθνές επίπεδο. Σιγά σιγά χτίζεται αυτό το όνομα. Και φυσικά με πολλή χαρά αξιοποιώ τη θέση μου στον χώρο της μουσικής, καθώς και τις γνωριμίες που έχω αποκτήσει μέσα από την καλλιτεχνική μου σταδιοδρομία, που είναι και κάτι. Νομίζω πως είναι υποχρέωση όσων κατέχουν τέτοιες θέσεις να το κάνουν προς όφελος του οργανισμού που υπηρετούν».