Διάβασα την «Ιθάκη» του Τσίπρα από την αρχή ως το τέλος από επιστημονική υποχρέωση και από αυτονόητο πολιτικό ενδιαφέρον. Από υποχρέωση γιατί η ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας καλύπτει μεγάλο μέρος της επιστημονικής μου δραστηριότητας και του συγγραφικού μου έργου. Πρόσφατα άλλωστε δημοσίευσα ένα βιβλίο ακριβώς για τη δραματική περίοδο της χρεοκοπίας, οπότε η αγωνία μου ήταν δικαιολογημένη: μήπως ο τέως πρωθυπουργός προσέφερε νέα στοιχεία, ή μια νέα ματιά στα πράγματα που ήξερα;

Η μικρή μου αγωνία ξεπεράστηκε γρήγορα. Οσα έγραφε τα ήξερα και τα ξέραμε – τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τις εκτιμήσεις, τις επιλογές. Πέρα από το περιεχόμενο ομολογώ ότι ως αναγνώστης ενοχλήθηκα κάποιες φορές από το ύφος της αφήγησης, τις αλλεπάλληλες εξάρσεις λυρισμού, μεγαλοστομίας και αυτοεπιβεβαίωσης. Καλό θα είναι οι επικοινωνιολόγοι που οργανώνουν το rebranding του Τσίπρα, να θυμούνται ότι το αντικείμενό τους είναι ένας πολιτικός ηγέτης και όχι ένα «προϊόν».

Ο,τι επιπλέον έμαθα πάντως από το βιβλίο, αφορούσε τον ίδιον τον Τσίπρα. Τον είχα θεωρήσει περισσότερο παιδί της Γένοβας και του «κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», ενώ η αφήγησή του δείχνει ότι διαμορφώθηκε πρωτίστως στο πλαίσιο μιας πιο παραδοσιακής κομμουνιστικής κουλτούρας – αποκτημένης στην ΚΝΕ στη φάση μάλιστα της οριστικής πτώσης του κομμουνισμού. Ανατράφηκε επομένως με μια αντίληψη κρατικισμού, παρωχημένου αντικαπιταλισμού, επικεντρωμένου στο «αντί» καθώς η προοπτική του σοσιαλισμού δεν υπήρχε πια στον ορίζοντα, ευδιάκριτης ρωσοφιλίας που συνυπήρχε με την επιφυλακτικότητα προς την Ευρώπη. Η επιφυλακτικότητα ανιχνεύεται στις σελίδες του βιβλίου παρότι ο συγγραφέας υπογραμμίζει πολλάκις την προσήλωσή του στην ευρωπαϊκή προοπτική, για προφανείς εκ των υστέρων λόγους.

Με αυτό το παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ καβάλησε το κύμα της αγανάκτησης μετά τη χρεοκοπία της χώρας και ο Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός. Η απλουστευτική και δημαγωγική πολιτική που τον εκτόξευσε ήταν η ίδια που τον υποχρέωσε στην περιώνυμη «κωλοτούμπα» και τη φτωχή κυβερνητική θητεία η οποία βαθμιαία απογοήτευσε τους ψηφοφόρους του. Ο πολιτικός άξονας του βιβλίου είναι ακριβώς η δικαιολόγηση και η υποστήριξη του 2015, με τον προφανή κίνδυνο για τον συγγραφέα, η επιστροφή του να είναι ένα replay με επίκεντρο το rebranding της κωλοτούμπας.

Το πιο ενδιαφέρον και πολιτικά επίκαιρο κομμάτι του βιβλίου ήταν για μένα το κεφάλαιο της περιόδου 2019-2024, όταν πια ο Τσίπρας βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Καταρχάς γιατί αποκαλύπτει το μέγεθος και την οξύτητα των αντιθέσεων και των εσωκομματικών συγκρούσεων του τότε ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν εννοώ τις κριτικές του Τσίπρα στον Βαρουφάκη, την Κωνσταντοπούλου ή τον Πολάκη, που είναι άλλωστε απολύτως αιτιολογημένες και κατανοητές. Εννοώ την αντιπαράθεση με το σύνολο του κατεστημένου στελεχικού δυναμικού που είχε συγκροτηθεί στην τάση «ομπρέλα» ή σε άλλες μικρότερες ομαδοποιήσεις.

Ο Τσίπρας τους κατηγορεί ευθέως για ελιτισμό, σεχταρισμό και κυρίως, για «βόλεμα» και αγωνία για τις «καρέκλες» της εξουσίας. Αυτή η επιθετική απαξίωση είναι προφανώς μέρος του σχεδίου του: διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και υπαγωγή των υπολειμμάτων σε ένα νέο, απόλυτα αρχηγικό, κόμμα. Το ίδιο επανέλαβε την Τετάρτη στο «Παλλάς» χειροκροτούμενος από τους υβριζόμενους.

Ως εδώ το θέμα θα αφορούσε και θα απασχολούσε μόνο τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι όμως έτσι, μας αφορά όλους γιατί η ανάλυση του Τσίπρα για την περίοδο 2019-2024, όταν έχασε δηλαδή την εξουσία, προλέγει ότι η επιστροφή του μας επιφυλάσσει μία από τα ίδια. Και είναι κρίμα για την πολιτική μας ζωή.

Θα ήταν πράγματι ευχής έργον αν ο πρώην πρωθυπουργός και πρωταγωνιστής της πιο δραματικής δεκαετίας επέστρεφε «σοφότερος», προσφέροντας μια αληθινά αυτοκριτική ματιά στα πεπραγμένα του, και έναν βαθύτερο αναστοχασμό της εθνικής μας περιπέτειας. Γιατί η Ελλάδα έζησε ένα νέο εθνικό διχασμό στα όρια άοπλου εμφύλιου; Γιατί χρειάστηκε τρία μνημόνια και μια δεκαετία για να βγει από την κρίση, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Κύπρο; Εφταιγε μόνο το «παλιό πολιτικό σύστημα» ή μήπως και ο δικός του πολιτικός χώρος με τις ανερμάτιστες εθνικολαϊκιστικές ρητορείες και τις ομολογημένες αυταπάτες;

Εναντι τέτοιων ή παρόμοιων ερωτημάτων, ο Τσίπρας επαναλαμβάνει το αφήγημα του αντιμνημόνιου για να μην εκχωρήσει όπως συνεχώς λέει, την ερμηνεία της περιόδου στους «νικητές». Μόνο που η αξιολόγηση της περιόδου έγινε από την πλειοψηφία των πολιτών ήδη από το 2019, κυρίως όμως στις εκλογές του 2023 που έδειξαν κόκκινη κάρτα στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Τσίπρα. Η «Ιθάκη» δεν απαντά στο γιατί ο χώρος δεν προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες αλλά ανατρέχει στο παρελθόν σχεδόν με νοσταλγία. Στο βιβλίο ο συγγραφέας καταγγέλλει επανειλημμένα ότι οι αντίπαλοί του ήθελαν να καταστήσουν τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σύντομη «αριστερή παρένθεση».

Τελικά, ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται παρένθεση με τη σφραγίδα μάλιστα του ηγέτη του. Αν αυτό παρηγορεί, το ίδιο συμβαίνει, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία με τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις (Podemos, Bloco de Esquerda). Η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά μοιάζει ήταν συγκυριακό απότοκο της διεθνούς κρίσης του 2008, και ιδιαίτερη εκδήλωση της ευρύτερης ανόδου του λαϊκισμού από τις αρχές του 21ου αιώνα, που παντού σχεδόν ήταν ακροδεξιός, ενώ στη Νότια Ευρώπη αριστερόστροφος.

Κατεβαίνοντας σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα προσδοκιών, θα ήταν ευχής έργον αν η επιστροφή ενός «σοφότερου» Τσίπρα συνέβαλε στον μετριασμό της τοξικότητας, του διχασμού που μαστίζει το πολιτικό μας σύστημα. Και πάλι όμως ο αντιπολιτευτικός λόγος που διατυπώνει για την περίοδο 2019-2024 διαψεύδει αυτή την προοπτική. Κινείται ξανά στα γνωστά μοτίβα του λαϊκιστικού μανιχαϊσμού, της εχθροπάθειας και της καταγγελίας, συνεχίζοντας την πορεία ιδεολογικής – πολιτικής φτωχοποίησης της Αριστεράς που γίνεται απλώς Αντιδεξιά και της Αντιδεξιάς που γίνεται απλώς αντιμητσοτακισμός.

Με αυτό το προφίλ είναι αδύνατο να ανασυστήσει τον εαυτό του ως ηγέτη μιας ευρείας προοδευτικής δύναμης ευρωπαϊκού τύπου στο ορατό τουλάχιστον μέλλον και είναι πολύ δύσκολο να πετύχει τη φιλόδοξη προσδοκία του να επανέλθει ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας. Το πιθανότερο είναι να μείνει για καιρό μια μεσαία δύναμη σε έναν τεμαχισμένο και ρευστοποιημένο αντιπολιτευτικό χώρο.

Σε αυτή την περίπτωση, το θετικό είναι ότι θα δομήσει κάπως τον αντιπολιτευτικό χώρο αποδυναμώνοντας τα ΙΧ κομματίδια και τις ποικίλες γραφικότητες. Επίσης θα υποχρεώσει το ΠΑΣΟΚ να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Εάν το ΠΑΣΟΚ θέλει αυτόνομη πορεία θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την «Ιθάκη» και να διεκδικήσει ξανά τον υπεύθυνο εθνικό ρόλο που έπαιξε στην περίοδο της χρεοκοπίας κόντρα στην αντιμνημονιακή δημαγωγία. Να αντιστοιχίσει δηλαδή τη σημερινή φυσιογνωμία του με την πρόσφατη εθνική του λειτουργία.

Γιατί αν η ερμηνεία του παρελθόντος προδιαγράφει τις κατευθύνσεις του μέλλοντος, τότε το εγχείρημα Τσίπρα εισάγει μια ριζική σύγκρουση στον «χώρο των προοδευτικών δυνάμεων», σκάβει ένα «ρήγμα μνήμης,» ως προς την πρόσφατη ιστορία μας, καθόσον ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν σε αντίπαλες πλευρές της Ιστορίας. Αν το ΠΑΣΟΚ το ξεχάσει ή το προσπεράσει, θα καταλήξει απλή βοηθητική δύναμη υπό τον Τσίπρα.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο