Εχουμε τα δικά μας εμείς να κουβεντιάζουμε. Ο Τσίπρας, η «Ιθάκη» του, η πλατεία και ο εξώστης. Η κυβέρνηση και τα όλο και πιο έντονα σημάδια της φθοράς της. Το ΠΑΣΟΚ και οι αγωνίες του. Οι (πιθανοί) νέοι παίκτες και οι φιλοδοξίες τους. Οι εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες και η αναδιάταξή τους.

Ολα αυτά είναι φυσικό να κυριαρχούν στις πολιτικές συζητήσεις μας. H πολιτική, όπως λέει η παραδοσιακή αμερικανική σοφία, είναι μια υπόθεση προπάντων τοπική. Μα ποτέ αδιάβροχη, αποσυνδεδεμένη από τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο. Προπάντων σε στιγμές καμπής σαν αυτή που ζούμε τώρα. Και ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η μοίρα της οποίας, από τον αγώνα της ανεξαρτησίας ήδη, ήταν άμεσα συναρτημένη με την ικανότητα των ηγεσιών της να συγχρονίζουν ένα εθνικό σχέδιο με το ρολόι του κόσμου που μας περιβάλλει.

Οσο κατανοητή, λοιπόν, κι αν είναι η πολιτική ομφαλοσκόπηση, θα ήταν επικίνδυνα μυωπικό να εξαντλείται εκεί ο ορίζοντάς μας. Οι τεκτονικές πλάκες του κόσμου μετακινούνται βίαια, το γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο η Ελλάδα έχει γενετικά εγγράψει την εθνική και οικονομική της ασφάλεια αλλάζει. Ο πολιτικός διάλογος στην ελληνική σκηνή δεν είναι λογικό να συνεχίσει να διεξάγεται σαν το ημερολόγιο του κόσμου να έχει σταματήσει στο 2010, στο 2015 ή, ακόμη χειρότερα, στη δεκαετία του ’80. Κι είναι ακόμη λιγότερο λογικό να διατυπώνονται προτάσεις με φιλοδοξία να συγκροτήσουν μια εναλλακτική, προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης, αγνοώντας τα νέα διλήμματα και τις νέες διαχωριστικές γραμμές που σχηματίζονται στο διεθνές περιβάλλον.

Οι μεγάλες αλλαγές, που επιταχύνθηκαν με καταλύτη τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διαχείρισή του από την Αμερική του Τραμπ, σε ό,τι μας αφορά, συνοψίζονται σε μια απλή, συνταρακτική διαπίστωση: η περίφημη φράση «η Ευρώπη είναι θνητή» δεν είναι πια σχήμα λόγου ή ρητορική υπερβολή. Το ενδεχόμενο να «καταρρεύσει» – με την έννοια που δίνει στον όρο ο Τζάρεντ Ντάιμοντ («Πώς οι κοινωνίες αποφασίζουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν») – ό,τι ονομάζουμε «Ευρώπη» (από την ίδια την Ενωση ως το ΝΑΤΟ) και ό,τι μάθαμε να θεωρούμε δεδομένο, μοιάζει πια υπαρκτή πιθανότητα.

Η Ευρώπη φαίνεται πως είναι το πεδίο όπου συναντιούνται όλες οι εντάσεις που αλλάζουν την όψη του κόσμου, η σκηνή όπου χορεύουν όλοι οι δαίμονες. Οι δαίμονες που σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες εμφανίζονται: η έκρηξη των ανισοτήτων, η αποτυχία του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου να παράγει ευημερία που, κάπως, μοιράζεται και εξασφαλίζει κοινωνική συνοχή, η συνακόλουθη κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους παραδοσιακούς θεσμούς της, η μετατόπιση του πολιτικού και ιδεολογικού κέντρου βάρους από την Κεντροαριστερά όχι προς την Κεντροδεξιά αλλά προς τις ιδέες της σκληρής, αντιφιλελεύθερης και αντιδημοκρατικής Δεξιάς.

Στους οποίους προστίθεται, ως ιθαγενής δαίμονας, η απότομη διάψευση της αυταπάτης πως η οικονομική διάσταση της Ευρώπης ως μεγάλης, ευημερούσας αγοράς 450 εκατομμυρίων καταναλωτών θα αρκούσε ώστε να της εξασφαλίζει γεωπολιτική δύναμη και σημασία. Η Ευρώπη, μέσα σε λίγους μήνες, είδε τον ισχυρότερο σύμμαχό της να την απειλεί με στρατηγική εγκατάλειψη, να της επιβάλλει δασμούς, τους οποίους υποχρεώνεται να αποδεχθεί, αλλά και μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ ταυτόχρονα στη διαπραγμάτευση των μεγάλων κρίσεων που αμεσότατα την αφορούν, στην Ουκρανία ή στη Μέση Ανατολή, η Ευρώπη περιορίζεται σε ρόλο θεατή στον εξώστη.

Ο κίνδυνος είναι προφανής. Να παρακμάσει, να περιθωριοποιηθεί και, εν τέλει, να καταρρεύσει η τελευταία, ατελής, με χίλια κουσούρια, αλλά υπαρκτή νησίδα δημοκρατίας, ειρήνης, ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής. Το τελευταίο απομεινάρι της εποχής του μεγάλου μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου που στον υπόλοιπο κόσμο χάνεται. Αλλά ταυτόχρονα και το τελευταίο όρυγμα αντίστασης στην ισχυρή τάση επιστροφής του κόσμου στην εποχή των Μεγάλων Δυνάμεων, που συγκρούονται, συναλλάσσονται και μοιράζουν τον κόσμο με οδηγό μια γυμνή, κυνική και κοντόθωρη αντίληψη του συμφέροντός τους, χωρίς αναφορά σε κανόνες δικαίου ή θεσμούς συλλογικής ασφάλειας.

Αν επιστρέψουμε εκεί, αυτό θα σήμαινε για μια χώρα σαν την Ελλάδα το τέλος της μεγάλης εθνικής φιλοδοξίας, γύρω από την οποία οικοδομήθηκε με τα χρόνια η «συναίνεση της Μεταπολίτευσης». Της φιλοδοξίας, δηλαδή, από εξαρτημένη χώρα της περιφέρειας της Δύσης, η Ελλάδα να γίνει εταίρος, έστω και όχι εντελώς ισότιμος, ενός συλλογικού συστήματος πολιτικών επιλογών, οικονομικών συναλλαγών και ασφάλειας. Αν αγνοεί τον κίνδυνο αυτό, κανένα εθνικό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να είναι βιώσιμο.

Πρακτικά, στο ευρωπαϊκό τραπέζι βρίσκονται τώρα τρεις προτάσεις, που συνδέονται μεταξύ τους με κοινή λογική. Η έκθεση Ντράγκι για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, μέσα από μια ισχυρότερη ενιαία διακυβέρνηση. Η έκθεση Λέτα για την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς. Και η έκθεση Νιινίστο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Πώς τοποθετείται μια χώρα σαν την Ελλάδα απέναντι σε αυτές τις προτάσεις;

Τι σημαίνουν για την εσωτερική ζωή της και τη διεθνή παρουσία της; Πώς προσδιορίζεται η διαχωριστική γραμμή προόδου – συντήρησης ή Αριστεράς – Δεξιάς σε σχέση με αυτές; Ποια προοδευτική εναλλακτική λύση μπορεί κανείς να φανταστεί απέναντί τους; Ποια εναλλακτική, εννοείται, εκτός της εθνικής αναδίπλωσης κάθε χώρας εντός των συνόρων της, που θα ήταν μαζί και αναδίπλωση της δημοκρατίας σε κάποια εκδοχή αυταρχικής διακυβέρνησης από κάποια παραλλαγή «ισχυρού ηγέτη»;

Τα ερωτήματα δεν μπορεί, πιστεύω, να αγνοηθούν. Και απαιτούν μια απάντηση πληρέστερη από εκείνη που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας (και η οποία, για να είμαι ειλικρινής, έδωσε την αφορμή για αυτό το σημείωμα) με την ομιλία του στο «Παλλάς». Οπου πρότεινε, απλώς, η Ελλάδα να αντισταθεί στην «αντιρωσική υστερία» ή «στην Ευρώπη της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών». Ετσι προσδιορίζουμε το «προοδευτικό» στις σημερινές συνθήκες; Να το συζητήσουμε;