Η Καρολίνα Πελενδρίτου είναι παραολυμπιονίκης κολύμβησης – τριπλά χρυσή (Αθήνα – Πεκίνο – Τόκιο) και με πολλές ακόμη διακρίσεις και μετάλλια. Η τελευταία της διάκριση ήταν στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη Σιγκαπούρη, όπου έλαβε το 15ο μετάλλιό της στους 14 συνολικά διεθνείς αγώνες που έχει συμμετάσχει. Είναι 39 ετών, Κύπρια από τη Λεμεσό. Ενώ γεννήθηκε αρτιμελής, σταδιακά από τα 9 της χρόνια άρχισε να χάνει την όρασή της. Πριν από λίγους μήνες ένας οδηγός ταξί δεν της επέτρεψε να επιβιβαστεί με τον σκύλο συνοδείας στο όχημά του.

Ηταν τέσσερα χρόνια πριν, αναμένοντας την έναρξη μιας θεματικής στο Φόρουμ των Δελφών, την είχα δει να πλησιάζει και να ανεβαίνει στο πάνελ. Ξανθιά, όμορφη, στιβαρή, γυμνασμένη. Ετσι ακριβώς ήταν και όταν μπήκε στο εστιατόριο και με πλησίασε, μαζί με τη Λίμπερτι, τη σκυλίτσα-συνοδό της. Η χειραψία θερμή. Καθόμαστε, παραγγέλνουμε και της ζητώ να το πιάσουμε απ’ο την αρχή. Από τα παιδικά της χρόνια.

«Ημουν το μεσαίο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου ποδοσφαιριστής, πειθαρχημένος. Ως παιδί ήμουν ανταγωνιστική, δεν ήθελα να χάνω ούτε στα επιτραπέζια. Αυτό με βοήθησε να πετύχω στον πρωταθλητισμό, αλλά και στη ζωή μου. Ασχολήθηκα με την ενόργανη στα έξι μου χρόνια, όμως όταν ξεκίνησε το ζήτημα στα μάτια μου ταξίδεψα με την οικογένειά μου στο Λονδίνο για να κάνω παρακέντηση στον σπόνδυλο. Οι γιατροί μου συνέστησαν να κολυμπήσω για να ανακουφιστώ. Διακρίθηκα γρήγορα στο κολύμπι και επέλεξα να είναι αυτό το άθλημά μου: ήθελα κριτής μου να είναι το χρονόμετρο!» λέει.

«Πώς άλλαξαν τα πράγματα όταν η όρασή σου άρχισε να μειώνεται;» τη ρωτώ. «Θυμάμαι από το τελευταίο θρανίο να βρίσκομαι σταδιακά στο πρώτο γιατί κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Είπα στους δικούς μου “δεν βλέπω στον πίνακα” και η δασκάλα με έφερε μπροστά. Αρχίσαμε να τρέχουμε στους γιατρούς, νομίζαμε ότι είχα αστιγματισμό, μυωπία ή κάτι παρόμοιο. Φτιάξαμε γυαλιά. Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρξε βελτίωση. Δεν ήθελα καν να τα φοράω για να μην ξεχωρίζω. Η ζωή μου από ένα παιδί ανέμελο μετατράπηκε σε μια καθημερινότητα μέσα στα νοσοκομεία και τις εξετάσεις» αφηγείται, κάνοντας λόγο για σοκαριστική εμπειρία.

Και συνεχίζει: «Τα συναισθήματα μπήκαν γρήγορα στην άκρη, γιατί το πρακτικό κομμάτι ήταν για εμένα θέμα επιβίωσης. Πώς θα διαβάζω, πώς θα πηγαίνω στο σχολείο. Επρεπε να βρω τη θέση μου στον κόσμο ως ένα νέο μέλος, σε μια νέα καθημερινότητα. Με περιορισμένη όραση. Ντροπή, μεγάλη ντροπή. Μέχρι αρκετά μεγάλη ηλικία. Στην τότε κοινωνία ήσουν δακτυλοδεικτούμενος. Η αναπηρία ήταν ταμπού, δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο των ανθρώπων. Εχω στη μνήμη μου ελάχιστες εικόνες από όταν έβλεπα. Ισως από άμυνα τις έχω διαγράψει».

Θέλησα, όπως ήταν φυσικό, να μάθω περισσότερα για τη διαδικασία της «μετάβασης». Δεν αρνήθηκε – τουναντίον. «Ηταν το πιο καλά κρυμμένο μυστικό μου και φοβόμουν ότι θα το καταλάβουν οι συναθλητές μου που νόμιζαν ότι έβλεπα και θα πουν “αυτή δεν ανήκει εδώ!”. Αυτό το διαφορετικό δεν το ήθελα. Για χρόνια δεν το δεχόμουν και με πολλή δουλειά κατάλαβα ότι αν το αποδεχθώ, η ζωή μου θα είναι πιο εύκολη. Ετσι άρχισα να απελευθερώνομαι».  Μέχρι τότε όμως; «Είχα φτάσει σε σημείο να σκέφτομαι πως αν κάποιος μου πει να βγω ραντεβού θα αρνηθώ, γιατί θα καταλάβει ότι δεν βλέπω. Θα έρθει ο κατάλογος για να παραγγείλουμε και εγώ δεν θα μπορώ να τον διαβάσω. Εγώ το έκρυβα πάρα πολύ καλά μέχρι τότε. Εκανα ολόκληρες ραδιουργίες.

Σε μια βράβευση, για παράδειγμα, πήγαινα στο σημείο πολύ νωρίτερα, όταν δεν ήταν κανένας, να επεξεργαστώ τον χώρο, να μου πει η μαμά μου πού είναι τα σκαλιά, να τα μετρήσω, να τα θυμάμαι, να ανεβώ να περπατήσω, ώστε να βγει φυσικά, γιατί γενικά έχω αντίληψη του χώρου. Δεν είχα αποδεχθεί ούτε εγώ τον εαυτό μου» θυμάται η Καρολίνα.

Η ζωή βρίσκει τρόπο

Η εικόνα και τα λόγια της φανερώνουν έναν αποφασισμένο μα και φιλοσοφημένο άνθρωπο. «Οταν η φύση σύυ πάρει κάτι, θα σου δώσει κάτι άλλο, είναι νόμος» μου λέει – και εγώ ανατριχιάζω. «Η ζωή βρίσκει έναν τρόπο να ισορροπήσει. Σου παίρνει κάτι και εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνεις το γιατί. Είσαι άνθρωπος, στενοχωριέσαι, αναρωτιέσαι, θυμώνεις, λες “γιατί;”. Στην πορεία, όμως, η ίδια η ζωή σού δίνει τις απαντήσεις. Αν έχεις υπομονή και πίστη και βρεις τον δρόμο σου, ανακαλύπτεις ότι υπήρχε ένας λόγος που έγινε αυτό και μέσω αυτού ανακάλυψα πράγματα για τον εαυτό μου, κέρδισα πράγματα για εμένα. Βρήκα ένα άλλο χάρισμα. Από εκεί και πέρα είναι επιλογή του καθενός τι θα κάνει με αυτό το “δώρο”. Αυτή η αλλαγή στη ζωή μου ήταν η αφορμή να ανακαλύψω πολλά πράγματα. Θα ήταν τελείως διαφορετική η ζωή μου αν δεν είχε γίνει αυτή η αλλαγή. Ο Θεός επιλέγει. Επιλέγει πού να δώσει, τι και γιατί».

Τα ποτήρια με το κρασί είχαν έρθει νωρίτερα και εκείνη μου εκμυστηρεύθηκε πως μόλις πριν από λίγο καιρό ήπιε αλκοόλ για πρώτη φορά. Τώρα σερβίρεται και το φαγητό μας, αλλά εγώ της θέτω αμέσως μια ερώτηση που με ταλάνιζε πολύ πριν τη συναντήσω: Ποιο είναι το κίνητρο; Από πού αντλείς δύναμη και συνεχίζεις ύστερα από τόσες διακρίσεις; Πριν καν μου απαντήσει, τη βλέπω που συγκινείται.

«Ξυπνάω πολλές φορές το πρωί, ύστερα από τόσα χρόνια με ψυχική και σωματική καταπόνηση, ετοιμάζομαι να πάω για προπόνηση και λέω: γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Επειδή όμως κάθε φορά πετύχαινα σε άλλη συνθήκη στη ζωή μου, κάθε επιτυχία είναι συνδεδεμένη με ένα ταξίδι. Μια διαδρομή που μου έδινε άλλα πράγματα κάθε φορά. Με εξέλισσε, με άλλαζε. Για κάθε τέτοιο ταξίδι, αξίζει η προσπάθεια. Στο τέλος κάθε διαδρομής πληρώνεις ένα τίμημα. Οταν όμως θα γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω, εάν είσαι σε θέση να πεις ότι άξιζε, αυτό είναι επιτυχία στη ζωή. Από όλες μου τις διακρίσεις οι πιο συγκινητικές θα έλεγα πως ήταν αρχικά η Αθήνα, επειδή ήταν το πρώτο μου χρυσό μετάλλιο σε Παραολυμπιάδα, και φυσικά το Παρίσι, γιατί ήταν το 7ο και το 8ο, στα 38 μου πια και σε δύσκολες συνθήκες. Μετά το Παρίσι πίστευα ότι θα υπάρξει μια ανάκαμψη, η οποία τελικά δεν ήρθε. Περί τα τέλη Ιουλίου πίστευα ότι δεν θα μπορέσω να συμμετάσχω στη Σιγκαπούρη, πόσω μάλλον να διακριθώ. Ομως η διάκριση ήρθε και αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τους λίγους ανθρώπους που γνωρίζουν και με στήριξαν».

Με τα μάτια της ψυχής

Στη συνέχεια και καθώς η συνομιλία μας «ρέει» αβίαστα, τη ρωτώ πώς αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους αφού δεν μπορεί να έχει την πρώτη «οπτική» εντύπωση. «Εχω πάντα μια πρώτη εντύπωση κι ας μη βλέπω. Βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου. Εχει να κάνει με την αίσθηση και την ενέργεια που μου βγάζει το κάθε άτομο. Είναι ίσως σαν χάρισμα, αλλά εγώ βλέπω πράγματα σε ανθρώπους που οι άλλοι δεν τα βλέπουν. Μπορεί και ο ίδιος να μην τα ξέρει. Σπάνια πέφτω έξω».

«Σε έχουν αμφισβητήσει για την όρασή σου;» συνεχίζω, καθώς οι απορίες διαδέχονται η μία την άλλη. «Πολύ έντονα από μικρή ηλικία» λέει. «Με πλήγωσε γιατί το βίωσα από τον χώρο του αθλητισμού, από παράγοντες. Μετά το βίωσα και από την κοινωνία σε κάποιες περιπτώσεις.

Οταν πρωτομπήκα στους Παραολυμπιακούς, είχα πάει σε έναν λειτουργό, του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού. Και τότε διεκδικούσα την ισότητα γιατί δεν υπήρχαν προνόμια για παραολυμπιονίκες. Τους ενόχλησε λοιπόν και πάω στο γραφείο 16 χρονών και μου λέει ειρωνικά: “Θες να μου πεις ότι τώρα δεν με βλέπεις;”. Πάγωσα. Οταν το θυμάμαι, σκέφτομαι: “Πώς τα προσπέρασα όλα αυτά;”. Κακεντρέχεια, έλλειψη ενημέρωσης και παιδείας. Και θυμάμαι το ίδιο άτομο να έχει ταξιδέψει στο Πεκίνο για να με δει να αγωνίζομαι».  Οσο μιλάμε, η Λίμπερτι μπλέκεται στα πόδια μας, μάλλον πεινάει και με χαϊδεύει με τη μουσούδα της. Είναι ολόμαυρη, με λαμπερά μάτια και μελαγχολικό βλέμμα – τώρα που το σκέφτομαι, και η Καρολίνα έχει παρόμοιο βλέμμα…

Μου λέει για τη γνωριμία και συνύπαρξή τους. «Είμαστε μαζί 6 χρόνια. Την πήρα πρώτη μέρα στο σπίτι, με ακολουθούσε παντού και με ενοχλούσε. Οταν μπήκα όμως στη διαδικασία, ήταν πολύ δύσκολο γιατί έπρεπε να εκπαιδευτώ. Και αυτό σήμαινε να κάνω μαθήματα προσανατολισμού και κινητικότητας με λευκό μπαστούνι. Μου ήταν δύσκολο να το δεχτώ, δεν το ήθελα. Μέχρι τότε προτιμούσα να κινδυνεύω και να πηγαίνω στο περίπου από το να το κρατάω. Λόγω της Λίμπερτι βρίσκω τοίχο σε αρκετές περιπτώσεις, δεν με παίρνουν κάποια ταξί, ούτε τα περισσότερα ξενοδοχεία και εστιατόρια. Το περιστατικό με τον οδηγό ταξί πριν από λίγο διάστημα δεν ήταν μεμονωμένο. Αν και τα ταξί είναι το βασικό μέσο μετακίνησής μου, συχνά μου έλεγαν “δεν έχουμε κάτι”. Ομως εγώ διαπίστωσα πως όταν μάθαιναν ότι έχω τον σκύλο-οδηγό δεν έρχονταν για τη διαδρομή. Επέμενα, επικαλούμουν τον νόμο, τσακωνόμουν. Εκλαιγα, έμενα μέσα στους δρόμους αβοήθητη, να μη βρίσκω να φύγω. Και πολλές φορές γυρνούσα σπίτι μου και έλεγα: Πώς γίνεται να παλεύεις για τα αυτονόητα;».

Την κοιτάζω και της λέω αυθόρμητα: »Εχεις ιδέα πόσο όμορφη είσαι;». Μου απαντά: «Κάποιοι άνθρωποι έχουν συνδεδεμένη τη μιζέρια και την κακομοιριά με την αναπηρία. Οτι ο ανάπηρος είναι ατημέλητος, είναι καημένος, να τον βοηθήσουμε, τον λυπούνται. Εγώ προσπάθησα να αποτινάξω από πάνω μου αυτή την αντίληψη. Δεν θέλω να με λυπάσαι επειδή είμαι ανάπηρη. Δεν θα είμαι άπλυτη, αχτένιστη και απεριποίητη. Είναι ένα μήνυμα που θέλω να βγαίνει μέσα από την παρουσία μου, ότι η εικόνα του αναπήρου δεν είναι αυτή που έχεις στο μυαλό σου. Αμφισβητώ τον εαυτό μου και εστιάζω σε ατέλειες. Αλλά η ομορφιά είναι η ενέργεια που βγάζεις. Και η πιο κούκλα να είσαι, αν αυτό δεν βγαίνει από την ψυχή σου, δεν αποτυπώνεται στο πρόσωπό σου».

Περάσαμε μαζί πάνω από δύο ώρες σε ένα γεύμα που θα μου μείνει αξέχαστο. Πιαστήκαμε αγκαζέ μέχρι το αυτοκίνητο και αποχαιρετιστήκαμε. Η Καρολίνα είναι μια περίπτωση ανθρώπου που τον συναντάς και λες «θα ήθελα πολύ να είναι φίλη μου!».