Οι έφηβοι, βιολογικά και ψυχικά, είναι περισσότερο ευάλωτοι σε συμπεριφορές υψηλού ρίσκου. Ο εγκέφαλος βρίσκεται ακόμη σε ανάπτυξη: τα κέντρα λήψης αποφάσεων και πρόβλεψης συνεπειών ωριμάζουν αργότερα από τα νευρωνικά κέντρα αναζήτησης νέων εμπειριών και επιβράβευσης. Ετσι, μια πρόκληση που υπό κανονικές συνθήκες θα έμοιαζε παράλογη μπορεί να φαίνεται «αστεία» ή κατάλληλη για να κερδίσουν οι έφηβοι την αποδοχή των συνομηλίκων τους ή λίγα δευτερόλεπτα προσοχής.
Τα social media ενισχύουν αυτή τη δυναμική. Ο αλγόριθμος επιβραβεύει το ακραίο, το επικίνδυνο, το σοκαριστικό. Κάθε «like» λειτουργεί σαν μικρή δόση ντοπαμίνης, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου το επόμενο βήμα πρέπει να είναι λίγο πιο τολμηρό από το προηγούμενο. Ετσι, γεννιούνται τάσεις που ξεπερνούν τα όρια της λογικής: φαγητό που καταπίνεται χωρίς μάσημα, κατανάλωση ληγμένων τροφίμων, άλματα από ύψη, εισπνοή επικίνδυνων πτητικών ουσιών κ.ο.κ. Πολλά από αυτά τα challenges έχουν καταλήξει σε τραυματισμούς, δηλητηριάσεις και – δυστυχώς – σε θανάτους.
Το ζητούμενο δεν είναι να κατηγορήσουμε τη νέα γενιά. Οι έφηβοι ανέκαθεν δοκίμαζαν τα όριά τους. Η διαφορά σήμερα είναι ότι το κοινό δεν είναι οι φίλοι της γειτονιάς, αλλά εκατομμύρια άγνωστοι που βλέπουν, σχολιάζουν και ενθαρρύνουν. Αυτή η αίσθηση δημόσιας έκθεσης, παγκόσμιας και στιγμιαίας, δημιουργεί μια πρωτοφανή πίεση για εντυπωσιασμό. Ενα βίντεο μπορεί να γίνει viral πριν καν προλάβει ο ίδιος ο έφηβος να συνειδητοποιήσει τι έκανε, και η αναζήτηση επιδοκιμασίας από το απρόσωπο πλήθος μετατρέπεται εύκολα σε κίνητρο.
Τα επικίνδυνα challenges είναι λοιπόν ένας καθρέφτης της ανάγκης των νέων για αναγνώριση και σύνδεση. Πίσω από κάθε ακραίο βίντεο κρύβεται η επιθυμία να νιώσουν ότι ανήκουν, ότι τους βλέπουν, ότι η παρουσία τους έχει βάρος μέσα σε έναν υπερκορεσμένο ψηφιακό κόσμο. Για πολλούς εφήβους, τα «likes» και τα σχόλια είναι η επιβεβαίωση της αξίας τους, ακόμη κι αν αυτή η επιβεβαίωση έρχεται μέσα από πράξεις που απειλούν την ασφάλεια ή την υγεία τους.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Χρειάζεται ενημέρωση χωρίς πανικό. Οι γονείς οφείλουν να συζητούν με τα παιδιά τους με τρόπο ανοιχτό και μη επικριτικό, εξηγώντας τους πραγματικούς κινδύνους. Τα σχολεία και οι φορείς ψυχικής υγείας μπορούν να οργανώνουν εκπαιδευτικές δράσεις που θα ενισχύουν την κριτική σκέψη γύρω από όλες αυτές τις μόδες, αποδομώντας τη σημασία τους.
Τέλος, οι ίδιες οι πλατφόρμες πρέπει να υποχρεωθούν σε πιο αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου και άμεσης αφαίρεσης επικίνδυνου περιεχομένου. Η λύση δεν είναι ο φόβος, αλλά η πρόληψη. Περισσότερη παιδεία και σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών με τα παιδιά, που θα επιτρέψουν στους εφήβους να κατανοήσουν ότι δεν χρειάζεται να διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να δουν ότι τους βλέπουμε.
Δημήτρης Παπαδημητριάδης MD MSc, ψυχιάτρος-ψυχοθεραπευτής







