Ο Δημήτρης Τσαφέντας είναι μία από τις μάλλον άγνωστες και αμφισβητούμενες προσωπικότητες της ελληνικής Διασποράς: ο άνθρωπος που στις 6 Σεπτεμβρίου 1966 δολοφόνησε με τέσσερις μαχαιριές τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής Χέντρικ Φερβούρντ, γνωστό ως «αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ». Στη συνέχεια ο δράστης συνελήφθη και καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο, αλλά η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση προτίμησε να τον κλείσει ισόβια ως ψυχασθενή στην απομόνωση υποβάλλοντάς τον σε καθημερινά βασανιστήρια μέχρι που πέθανε το 1999. «Επαναστάτης» με αίσθημα δικαιοσύνης λοιπόν ή στοιχειωμένος από την ίδια του την ύπαρξη; Το ερώτημα θίγει ο Γιώργος Δαμιανός, στο κείμενο του οποίου βασίζεται η παράσταση «Σκότωσα τον νταή του απαρτχάιντ», στο θέατρο Αλκμήνη, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Ιωαννίδη και σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη, ο οποίος μιλάει για το έργο.

Τι έρευνα χρειάστηκε για να βρείτε τα στοιχεία που έπρεπε να περιέχει ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας; Τι ξέρουμε για τον Τσαφέντα; Ηθελε όντως και σχεδίαζε μεθοδικά τη δολοφονία;

Πολύς ο χρόνος για την έρευνα και συνεχής. Κι αυτό γιατί πάρα πολλές φορές είτε από γραπτά, είτε προφορικά από συγκρατούμενο μάρτυρα που τον έζησε, από συνεντεύξεις της αδελφής του ή δικηγόρων, οι πληροφορίες ήταν αντιφατικές – πολλοί διαφορετικοί δρόμοι μαζί. Τι ξέρουμε για τον Τσαφέντα; Ξέρουμε πολλά για κάποιες περιόδους της ζωής του και τίποτα ή σχεδόν τίποτα για κάποιες δεκαετίες που παραμένουν εντελώς σκοτεινές. Ο αληθινός Τσαφέντας πιστεύω πως σχεδίασε τον φόνο, πως ήταν μια πολιτική απόφαση και πράξη. Ο θεατρικός Τσαφέντας του Γιώργου Δαμιανού κατηγορεί για τον φόνο τον άλλον εαυτό του. «Τι κερδίζει ένα μαχαίρι μόνο του;». Εκείνον λοιπόν τον άλλον εαυτό κατηγορεί ο Τσαφέντας, εκείνο το μαύρο κομμάτι των ανθρώπων που πολλές φορές μάς σπρώχνει να κάνουμε πράγματα από απελπισία, από λάθος εκτίμηση, από αναζήτηση μιας χαμένης δικαιοσύνης… χωρίς δεύτερη σκέψη, αφηνόμαστε να μας πάρει το μεγάλο κύμα… για δυο στιγμές ψηλά και μετά χανόμαστε πνιγμένοι στο βάθος ενός άλλου εαυτού.

Ποιο είναι το συναισθηματικό ή ηθικό κέντρο του έργου; Τι παίρνει μαζί του ο θεατής ως ερέθισμα, αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «μήνυμα»;

Αντίσταση. Αντίσταση στην αδικία, στην τιμωρία της διαφορετικότητας, στον απόλυτο παραλογισμό του κέρδους (εδώ χρειάζεται να μετρήσει κανείς τους χιλιάδες καθημερινούς ήσυχους φόνους), στον εξευτελισμό των αδυνάμων, στη βία, στον αυταρχισμό της εξουσίας, στον προκλητικό αστυνομικό μηχανισμό, στον καλπάζοντα συντηρητισμό της εποχής μας, στην επιβολή της ιδεολογίας του φασισμού σε όλες του τις εκφάνσεις.

Πιστεύετε στην έννοια της αυτοθυσίας που μπαίνει πάνω από την κοινωνική ανάγκη; Πώς οριοθετείται σε σχέση, για παράδειγμα, με τον φανατισμό που μπορεί να δείξει κανείς;

Την πιστεύω απόλυτα ως μέγιστη πράξη. Αλλά πιστεύω και στις καθημερινές μικρές πράξεις «αυτοθυσίας» που κάνουν οι άνθρωποι για τους δικούς τους, για τους διπλανούς, ακόμα και για τους αγνώστους που έχουν βρεθεί σε μιαν ανάγκη. Νομίζω πως απ’ αυτές τις χιλιάδες μικρές «αυτοθυσίες» μπορεί να δημιουργηθεί μια υγιής κοινωνία, να αναγεννηθεί μια κοινωνία σοφότερη, δικαιότερη, με ίσες ευκαιρίες για όλους, με σοβαρή παιδεία, μακριά από φανατισμούς, μισαλλοδοξίες και άκαρπους δογματισμούς.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά