Κατά τις ώρες της ρέμβης μου, φωλιάζω στην αγκαλιά της. Κι ας έχει με τα χρόνια ξεχαρβαλωθεί, παραμένει στοργικότατη. Βουλιάζω μέσα της, με έναν αχνιστό καφέ ή ένα κρασί. Ο νους μου φεύγει από τα καθημερινά, τα τετριμμένα. Πλάθω εναλλακτικές εκδοχές της ζωής μου, βαδίζω σε δρόμους που όσο κι αν με έθελγαν δεν τόλμησα να τους ακολουθήσω. Στην πολυθρόνα μου ονειρεύομαι ξύπνιος.
Εάν αντί για τη Νομική είχα εισαχθεί στη Σχολή Δοκίμων – κατά τη θητεία μου συνειδητοποίησα τη γοητεία που μου ασκούσε το Πολεμικό Ναυτικό –, σήμερα θα ήμουν ανυπερθέτως ναυαρχεύων. Αν όχι αρχηγός ΓΕΝ ή ΓΕΕΘΑ, σίγουρα αρχιεπιστολέας. Επιτελάρχης. Με βλέπω με τη μεγάλη μου στολή, χρυσά σειρήτια και παράσημα, ενθυμήματα ανδραγαθημάτων εν καιρώ ειρήνης. Με βλέπω και με καμαρώνω. Στη γέφυρα ενός εύδρομου, να συντονίζω άσκηση του στόλου, διατάσσοντας με τη βαθιά φωνή μου, επιβαλλόμενος – διά τους παρουσίας μου και μόνο – στις γυναίκες και στους άνδρες που με περιστοίχιζουν. Ή να παραδίδω τα ξίφη στους νέους σημαιοφόρους, να παιανίζει η μπάντα, άπαντες να ριγούμε.
Εάν η μεταφυσική αγωνία είχε επιβληθεί στον αγνωστικισμό και στο ταμπεραμέντο μου; Εάν είχα ακούσει κλήση εκ Θεού; Θα είχα περιβληθεί το σχήμα, θα είχα ρασοφορέσει. Δαμασκηνός το ιερατικό μου όνομα – προς τιμήν του επί Κατοχής λεβέντη Αρχιεπισκόπου. Διάκος, παπάς, αρχιμανδρίτης, στην ηλικία μου πια δεσπότης σε κάποια Μητρόπολη. Να αστράφτω, να βροντάω στο κήρυγμα. Να κερνάω τους πιστούς αίμα και σώμα του Χριστού. Να μου φιλούν το χέρι ή τον διαμαντένιο μου σταυρό, «ευλογείτε!», «ο Κύριος»… Ασε τις ίντριγκες στο παρασκήνιο, τις βυζαντινοπρεπείς πιρουέτες, τη διελκυστίνδα με τους εκάστοτε κυβερνώντες – πλην μιας εξαίρεσης και οι πιο ρηξικέλευθοι και οι πιο ριζοσπάστες από δαύτους προσκύνησαν τελικά τη Μητέρα Εκκλησία. Τα σα εκ των σων. Με τις φαντασιώσεις μου μπολιάζω τα βιβλία μου. Στο δεύτερό μου μυθιστόρημα, ένας ημίτρελος αξιωματικός του Ναυτικού βάζει χίλιους νεοσύλλεκτους σε μεταγωγικά και τους αποβιβάζει στην απέναντι όχθη του Αιγαίου, να αιφνιδιάσει θέλει τους Τούρκους, να αποκτήσουμε το πλεονέκτημα του πρώτου χτυπήματος. Στο πιο πρόσφατο, το μέλλον της εικοσιτριάχρονης Πανδώρας εξαρτάται από τον θείο της, τον Αγιο Μεξικού Γερβάσιο.
Ως εκεί όμως. Δεν έχω ντυθεί ναύαρχος ούτε στις Απόκριες. Μία φορά βγήκα στον δρόμο με την κελεμπία που είχα αγοράσει στην Αίγυπτο. Διέσχισα ως υπερήφανος Βεδουίνος την πλατεία Μαβίλη, κανέναν δεν εντυπωσίασα, ένας μονάχα υπερήλιξ κύριος «καλησπέρα γιατρέ!» μού είπε – πιο λογικό να με περνούσε για ασθενή από το κοντινό ψυχιατρείο Αιγινήτειο. Οσο για το έτερο απωθημένο μου, ζήτησα πρόσφατα από το ChatGPT να με ζωγραφίσει με άμφια και αρχιερατική μίτρα. Ωραίο με έφτιαξε, ξέχασε απλώς να μου προσθέσει γενειάδα, μου έβαψε αντιθέτως διακριτικά τα μάτια, μου ταίριαζε το μακιγιάζ, ίσως να το τολμήσω κάποτε.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο ζηλεύω τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Που, με πρόσχημα την παρουσίαση του προγράμματός της, διέταξε την τεχνητή νοημοσύνη να τη μεταμορφώσει σε ό,τι τραβούσε η όρεξή της. Και εμφανίστηκε ενώπιον κοινού, σε γιγαντοοθόνη, ντυμένη εργάτρια, αγρότισσα, πυροσβέστης, γιατρός, στρατιωτικός, ακόμα και αρχαία Ελληνίδα. Σήκωσαν οι σοβαροφανείς το φρύδι, σχολίασαν σκωπτικά. Καθώς εκείνοι δεν φιλοδοξούν παρά ένα σκούρο κοστούμι κι ένα υπουργείο, άντε διευθυντική θέση σε τηλεοπτικό κανάλι ή σε τράπεζα. Αφού στραγγάλισαν ελέω καριέρας τα παιδικά τους όνειρα, έμαθαν να αυτοσυγκρατούνται, να φιλτράρουν κάθε τους λέξη, μην τους ξεφύγει οτιδήποτε παρεξηγήσιμο, μην τους περάσουν για ψωνάρες, για διαταραγμένους.
«Πώς είναι ως άνθρωπος;» ρώτησα για έναν επιφανέστατο πολιτικό μας κάποιον που τον ξέρει προσωπικά. «Βαθιά μελαγχολικός… Ανηδονικός…» μου απάντησε χωρίς δισταγμό. Ε λοιπόν η Ζωή διεκδικεί αχαλίνωτη, μη δίνοντας λογαριασμό σε κανέναν, τη χαρά. Αν όχι για τους άλλους, σίγουρα για τον εαυτό της. Υποκλίνομαι στην τόλμη της. Της εύχομαι στο μέλλον να ανεβεί στο βήμα της Βουλής ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα ή Χιονάτη. Να τους κάνει όλους νάνους.







