Το «Μάθε με να φεύγω» είναι ένας τίτλος που μοιάζει με προσταγή. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια πρόσκληση σ’ έναν κόσμο όπου η μνήμη κι ο έρωτας δεν αφήνουν κανέναν να φύγει. Σε αυτόν φιλοδοξούν να βυθίσουν το κοινό στην ομώνυμη παράσταση που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ο Γιάννης Σκουρλέτης με την ομάδα bijoux de kant παρουσιάζουν το ανέκδοτο έργο του Ακη Δήμου μέσα από τη χαρακτηριστική, ευαίσθητη κι εικαστική τους γλώσσα, στήνοντας ένα αλλόκοτο σύμπαν γύρω από μια επιστροφή με τους ηθοποιούς Θανάση Δόβρη, Κωνσταντίνο Γεωργαλή και Χάρη Χαραλάμπους Καζέπη.
«Το έργο πραγματεύεται το ζήτημα της επιστροφής με ανοιχτό τρόπο. Πώς επιστρέφεις δηλαδή σε μια μνήμη, έναν έρωτα, μια περιοχή αν έχεις φύγει. Πόσο πραγματικά έχεις αφήσει κάτι πίσω σου και πόσο έχει κλείσει η πόρτα φεύγοντας. Μήπως ο κρότος αυτής της πόρτας έχει τη δική του σημασία; Πραγματευόμαστε αυτό το ζήτημα με αφορμή τον ομηρικό μύθο της επιστροφής του Οδυσσέα στην Πηνελόπη. Ο βασικός πυρήνας της παράστασης είναι το μπουλβάρ, δηλαδή η εύπεπτη γαλλική κωμωδία μαζί με επιρροές από τους Σάμουελ Μπέκετ και Τενεσί Ουίλιαμς. Ξεκινάει με έναν πάρα πολύ έντονο ρυθμό με χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας αλλά σιγά σιγά αρχίζει και μπαίνει λίγο βαθύτερα, σκάβοντας περιοχές πιο τραυματικές. Ολο αυτό,γίνεται ένα όχημα για να συναντήσουμε το τραύμα της ευθύνης αφού οι ήρωες είναι πολύ τραυματισμένοι», αναφέρει ο Γιάννης Σκουρλέτης μιλώντας στο «Νσυν».
Η επιστροφή, άλλοτε λυτρωτική κι άλλοτε οδυνηρή, δεν εμφανίζεται εδώ ως απλό σκηνικό αλλά ως κεντρικό νήμα που διαπερνά την παράσταση. Για τον Γιάννη Σκουρλέτη, αυτή η έννοια δεν αφορά μόνο τους ήρωες του έργου αλλά και τον ίδιο ως δημιουργό αφού τον έχει απασχολήσει αρκετά. «Πιστεύω ότι δεν φεύγει ποτέ πραγματικά κανείς. Πάντα κουβαλάς κάτι μέσα σου από αυτό που φεύγεις. Κουβαλάς τους παππούδες σου, την ιστορία κι επιστρέφεις σε κάτι για να ανακαλύψεις και να γιατρέψεις λίγο από το τραύμα στην ψυχή σου αφού πάντα αφήνεις κάτι και πάντα αυτό σε πληγώνει κιόλας. Νομίζεις ότι φεύγεις. Ακόμα και η μνήμη λειτουργεί ως μηχανισμός του παρόντος. Πρέπει να σε φέρνει συνεχώς στο παρόν», επισημαίνει ο σκηνοθέτης ο οποίος αντιμετωπίζει το θέατρο σαν ένα μέσο διαφυγής.
Μια ευκαιρία, μια αντίσταση
«Το θέατρο είναι ένας τρόπος για να φύγεις. Είναι μια πύλη που σου ανοίγει περιοχές που σε οδηγούν στο φως. Γι’ αυτό και στην παράσταση με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μπορέσεις να ακολουθήσεις μια στιγμή, ένα βλέμμα, έναν άνθρωπο, μια συνθήκη και να μην πας αναζητώντας το καθρέφτισμα – γιατί αυτό έχουμε μάθει στις μέρες μας. Αυτό που μου γίνεται συνεχώς σαφές είναι ότι πρέπει να επιτρέψουμε το βλέμμα του άλλου. Να μας διαρρήξει γιατί έχουν τελειώσει οι ιδεολογίες, τα μεγάλα οράματα και οι μεγάλες κουβέντες. Τώρα πρέπει να επιστρέψουμε ξανά σε μας, να επιτρέψουμε το βλέμμα του άλλου, του απέναντι και το θέατρο είναι ο δρόμος για να συναντήσουμε τον άλλον. Μας ανοίγει μια πόρτα και είναι μια ευκαιρία, μια αντίσταση», υπογραμμίζει ο δημιουργός της παράστασης.
Η παράσταση, επαναφέρει στη σκηνή ήρωες που ακροβατούν στα όρια της παρακμής, εγκλωβισμένοι σε σχέσεις φθοράς. Σε αυτό το σκοτεινό και ποιητικό τοπίο, ο σκηνοθέτης στήνει μια πικρή ερωτική ιστορία ή μια ελεγεία για την ερωτική μοναξιά. «Ο έρωτας περνάει μέσα από την απώλεια. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να βλέπουμε τον άλλο κάθε μέρα διαφορετικό. Γιατί αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι μας. Κάθε μέρα να είναι διαφορετικός, σε άλλα χέρια, σε άλλα μάτια», υπογραμμίζει και καταλήγει ο Γιάννης Σκουρλέτης «Δεν μπορώ να δεχτώ κάτι μόνο τραγικό ή μόνο κωμικό. Νομίζω ότι η ζωή περικλείει και τη δυστυχία. Εμένα με ενδιαφέρει η στιγμή που γελάς, που είναι έτοιμο να φύγει το δάκρυ και το αντίστροφο. Αυτή η παράσταση σε πάει κάπως προς αυτή την κατεύθυνση».







