Ο χώρος του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς ιστορικά δεν είναι κατ’ ανάγκη συμπαγής. Ενοποιείται από ένστικτο αυτοσυντήρησης ή όταν συνειδητοποιεί ότι ο ενιαίος φορέας είναι προϋπόθεση για να διεκδικήσει την εξουσία από τη συντηρητική παράταξη. Αντίστροφα, εκλογικές ήττες εντείνουν φυγόκεντρες τάσεις. Αυτό συνέβη μετά την εκλογική ήττα του συνασπισμού των δύο κομμάτων του Κέντρου, των Φιλελευθέρων και της Εθνικής Προοδευτικής Ενωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ), τον Νοέμβριο του 1952 από τον Ελληνικό Συναγερμό.
Οι διαλυτικές τάσεις που εκδηλώθηκαν προέκυπταν από το γεγονός ότι ο κεντρώος χώρος ενσωμάτωνε μια βασική αντίθεση μεταξύ των περισσότερο συντηρητικών, αστικής νοοτροπίας Φιλελευθέρων και της ΕΠΕΚ, ο ιδρυτής της οποίας στρατηγός Πλαστήρας προερχόταν από τον βενιζελισμό αλλά απευθυνόταν σε λαϊκά στρώματα και κεντροαριστερά στοιχεία που είχαν ακολουθήσει το υπό κομμουνιστική ηγεσία ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Τον κατακερματισμό ενέτειναν οι ανταγωνισμοί προσώπων, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, γιος του Ελευθερίου, ή ο Γεώργιος Καρτάλης που κινείτο αριστερά των Φιλελευθέρων. Συνεργασίες και ρήξεις εναλλάσσονταν με ταχύτητα και προσωπικές πρωτοβουλίες για ενοποίηση του χώρου, όπως η ίδρυση της Φιλελεύθερης Δημοκρατικής Ενωσης από τον Σοφοκλή Βενιζέλο το 1955, κατέληγαν συχνά σε περαιτέρω διασπάσεις.
Η ήττα στις εκλογές του 1958 και η ανάδειξη της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς ως αξιωματικής αντιπολίτευσης απετέλεσαν το έναυσμα για μια δυσχερή διαδικασία ενοποίησης που κατέληξε στην ίδρυση της Ενωσης Κέντρου τον Σεπτέμβριο του 1961. Η Ενωση Κέντρου δεν άντεξε το 1965 στην πραγματικότητα της διακυβέρνησης για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η πίεση ή η δυσπιστία εξωκοινοβουλευτικών κέντρων εξουσίας, όπως ο θρόνος, η στρατιωτική ιεραρχία και ο αμερικανικός παράγοντας. Αυτοί ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις του φιλελεύθερου ανοίγματος της κυβέρνησης του Κέντρου στη συνοχή των μετεμφυλιακών πολιτικών δομών οι οποίες εξακολουθούσαν να διέπονται από την παρωχημένη πλέον λογική της διαίρεσης του εμφυλίου πολέμου.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι τις ανησυχίες αυτές συμμεριζόταν μια μερίδα παραδοσιακά ισχυρών στελεχών του Κέντρου τα οποία όμως ανησυχούσαν επιπρόσθετα από το γεγονός ότι είχε εισέλθει δυναμικά στο παιχνίδι της διαδοχής ένας νέος άνδρας στην ελληνική πολιτική, ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου. Η Ενωση Κέντρου δεν ανέκαμψε από τη μείζονα πολιτική κρίση του Ιουλίου του 1965. Με τη Μεταπολίτευση του 1974 αντιμετώπισε μια νέα ρήξη, αυτή τη φορά εκ μέρους του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ και επεδίωξε να εκφράσει ριζοσπαστικά αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας τα οποία ωρίμασαν από το 1965 και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και απέκτησαν πλειοψηφική δυναμική έως το 1981.
Η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στον χώρο της Κεντροαριστεράς ήταν μια εξέλιξη που δεν κρίθηκε από συμφωνίες κορυφής αλλά από το ίδιο το εκλογικό σώμα το οποίο δεν διέβλεπε κάποιο λόγο ύπαρξης για την Ενωση Κέντρου στις συνθήκες της Δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης, του πιο γνήσιου δημοκρατικού καθεστώτος στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Καθώς προς το παρόν δεν εμφανίζονται ρεαλιστικές προοπτικές για ενοποίηση του χώρου ύστερα από συμφωνία των ποικίλων φορέων του, λόγω πολιτικών διαφορών αλλά και προσωπικών στρατηγικών, μπορεί να υποτεθεί ότι η κυριαρχία στον χώρο της Κεντροαριστεράς θα κριθεί ευθέως από το εκλογικό σώμα.
Ο Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών, Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών







