Οι ελληνορωσικές σχέσεις, ιστορικά θεμελιωμένες σε κοινούς πολιτισμικούς, θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς, υπήρξαν επί μακρόν πεδίο «παραδοσιακής εγγύτητας» μεταξύ των δύο ορθόδοξων εθνών. Ωστόσο, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ανέτρεψε αυτό το πρότυπο, επανακαθορίζοντας τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό σύστημα. Η Αθήνα, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με τη συλλογική στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, καταδίκασε την εισβολή, εντάχθηκε στο καθεστώς κυρώσεων και παρείχε στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στο Κίεβο. Μέσω αυτής της πολιτικής επιλογής, η Αθήνα επιβεβαίωσε τη σύμπλευσή της με το ευρωατλαντικό πλαίσιο, καταδεικνύοντας ότι η διπλωματική της επιβίωση βασίζεται στους θεσμούς συλλογικής άμυνας και όχι σε ισορροπίες παραδοσιακών σχέσεων.

Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύθηκε από τη Μόσχα ως στρατηγική ρήξη, με αποτέλεσμα την αναστολή των πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών δεσμών. Από το 2024, το διμερές κλίμα μετατράπηκε σε ανοιχτή διπλωματική αντιπαράθεση. Η απόφαση της Αθήνας να αποκλείσει ρώσους και λευκορώσους διπλωμάτες από εκδηλώσεις εθνικής επετείου προκάλεσε την έντονη ρωσική αντίδραση. Η Μόσχα επέδωσε ρηματική διακοίνωση διαμαρτυρίας, ενώ η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ κατηγόρησε την Ελλάδα για «εχθρική εκστρατεία» και απόπειρα διαγραφής των ιστορικών δεσμών των δύο λαών. Αντίστοιχα, ο ρώσος πρεσβευτής στην Αθήνα Αντρέι Μάσλοφ υποστήριξε ότι η Ελλάδα διέκοψε μονομερώς μια πολυεπίπεδη συνεργασία, κατηγορώντας τη για «αντιρωσική ρητορική» και απώλεια του ρόλου της ως «ιστορικού μεσολαβητή» μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Τουναντίον, η Αθήνα ερμηνεύει τη στάση της ως πλήρως ταυτιζόμενη με το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, εδραζόμενο στην προώθηση της διεθνούς νομιμότητας, στον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως θεμελιωδών πυλώνων της ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα αποκτά καίρια σημασία, καθώς συμπυκνώνει την αντίφαση μεταξύ πολιτικής αποστασιοποίησης και οικονομικής εξάρτησης. Παρά τις εξαγγελίες περί «απεξάρτησης» από το ρωσικό φυσικό αέριο και την προώθηση εναλλακτικών πηγών, η Ρωσία εξακολουθεί να καλύπτει σημαντικό ποσοστό των ελληνικών αναγκών.

Η επιμονή αυτής της εξάρτησης αναδεικνύει τα όρια της ελληνικής ενεργειακής αυτονομίας και τη δυσχέρεια ενός μικρού κράτους να αποδεσμευθεί πλήρως από ένα εδραιωμένο γεωοικονομικό σύστημα. Παράλληλα, στο οικονομικό – κοινωνικό πεδίο, η αποσύνδεση είναι σαφής. Οι εμπορικές συναλλαγές έχουν συρρικνωθεί, ο ρωσικός τουρισμός έχει σχεδόν εκλείψει και οι πολιτιστικές ή κοινοβουλευτικές ανταλλαγές έχουν ανασταλεί. Η απουσία θεσμικών διαύλων επικοινωνίας σηματοδοτεί τη διάλυση ενός πλαισίου ήπιας ισχύος που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως συμβολικός πυλώνας των ελληνορωσικών σχέσεων.

Καταληκτικά, η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων αποκτά επιπρόσθετη σημασία υπό το φως της ρωσοτουρκικής προσέγγισης, η οποία ενισχύει τη γεωπολιτική ρευστότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Το 2025, οι εξωτερικές σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αντικατοπτρίζοντας τη μετάβαση από τον ιστορικό ρομαντισμό στον ψυχρό ρεαλισμό ενός μικρού κράτους, το οποίο ευθυγραμμίζεται με τον ισχυρό προστάτη του προκειμένου να επιβιώσει εντός ενός ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς

ΤΑ ΝΕΑ vidcast