Τα Τέμπη λειτουργούν, δυόμισι χρόνια τώρα, ως ένας παράξενος μετρονόμος, σαν αυτούς που δίνουν ρυθμό στους μουσικούς. Κινείται, για μεγάλα διαστήματα, σε ρυθμό τόσο αργό που ξεγελά το αφτί να το εκλαμβάνει ως παύση, ως σιωπή. Μα κάθε τόσο, ξαφνικά και απροειδοποίητα, ο ρυθμός επιταχύνεται ξέφρενα, σε prestissimo.
Μετά το πρώτο σοκ και τις μεγάλες, οργισμένες κινητοποιήσεις των πρώτων ημερών, πέρασαν μήνες σιγής. Στην πρώτη επέτειο της τραγωδίας οι κινητοποιήσεις οργανώθηκαν από τα συνδικάτα, συνδυάστηκαν με μια πανελλαδική απεργία για εργασιακά θέματα και ήταν, ολοφάνερα, σε ελάσσονα τόνο. Νέα παύση. Ξαφνικά, λίγο πριν από τη δεύτερη επέτειο, το κύμα διαμαρτυρίας «δεν έχω οξυγόνο» κινητοποίησε μεγάλα πλήθη, με ένταση υψηλότερη κι από των πρώτων συγκεντρώσεων του ‘23. Κινητοποιήθηκαν κοινά που δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ τη γεύση του δακρυγόνου και την εμπειρία της διαδήλωσης. Παύση ξανά. Και τώρα ο ρυθμός επιταχύνεται και πάλι, για τρίτη φορά, με αφορμή την απεργία πείνας ενός πατέρα που ζητά την εκταφή του παιδιού του.
Ακόμη κι αν δεν ξαναδούμε τώρα στους δρόμους κάτι ανάλογο σε ένταση με αυτό που συνέβη στις αρχές του χρόνου, το ερώτημα παραμένει. Πώς εξηγείται αυτή η αντοχή του τραύματος των Τεμπών, που μένει ανεπούλωτο στον χρόνο; Πώς εξηγείται αυτή η εναλλαγή περιόδων «ηρεμίας» και περιοδικών εκρήξεων του εύφλεκτου συναισθηματικού φορτίου που αυτή η υπόθεση εξακολουθεί να μεταφέρει;
Πρέπει να επιστρέψουμε στην αφετηρία. Το δυστύχημα βιώθηκε, όπως οι έρευνες της εποχής είχαν διαγνώσει, ως «ηθικό σοκ». Όχι απλώς επειδή ήταν το πιο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας και μάλιστα με θύματα στη συντριπτική τους πλειονότητα νέους και νέες. Μα προπάντων γιατί πολύ γρήγορα έγινε ένα σύμβολο που συμπυκνώνει τη «σκοτεινή όψη της μεταπολίτευσης».
Η χρόνια εγκατάλειψη του σιδηροδρομικού δικτύου στην κακοδιοίκηση, το ρουσφέτι και τη διαφθορά, που το δυστύχημα με δραματικό τρόπο έφερε στο φως, έγινε το σύμβολο όλων των αδυναμιών ενός πολιτικού συστήματος και ενός κράτους που τόσο εύκολα μπορεί να γλιστρήσει από τον ρόλο του φύλακα και εγγυητή στον ρόλο του φονιά. Σαν να επιβεβαίωνε όλη τη θεσμική δυσπιστία που ενδημεί στη χώρα.
Στις δημοσκοπήσεις του πρώτου καιρού, οι πολίτες, σε υψηλά ποσοστά της τάξης του 94% (METRON, Μάρτιος 2023), θεωρούσαν πως για την τραγωδία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες. Αλλά στην κατανομή αυτής της ευθύνης, ένα 78% την καταλόγιζε σε όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά και μόνον ένα 22% ειδικά και μόνον στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το τραύμα δεν ήταν άμεσα εξαργυρώσιμο στην κάλπη. Ήταν βαθύτερο. Στις δημοσκοπήσεις, την οργή ανταγωνιζόταν, ως κυρίαρχο συναίσθημα, η ντροπή και η απελπισία.
Μα καθώς η τραγωδία συνέβη τόσο κοντά στον χρόνο των εκλογών, ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση είχαν τον χρόνο και την ψυχραιμία (ακόμη κι αν υποθέσουμε, πράγμα αμφίβολο, ότι είχαν την ικανότητα) να συνομιλήσουν με το βαθύτερο ηθικό και πολιτικό αίτημα, που η διαμαρτυρία για τα Τέμπη ενσωμάτωνε. Η αντιπολίτευση βιαζόταν να εγγράψει το δυστύχημα στην ατζέντα ενός ρηχού αντιμητσοτακισμού που μονοπωλούσε τον λόγο της. Απέτυχε.
Η κυβέρνηση βιαζόταν να βγάλει την τραγωδία από την κοινή θέα και από την εκλογική ατζέντα. Να κλείσει τα βιβλία. Στις κάλπες, όπως ήταν φυσικό, τα κατάφερε. Αλλά στη συνέχειαθα πλήρωνε ακριβά τη βιαστική έξωση των Τεμπών από την εκλογική ατζέντα. Και ακόμη ακριβότερα τη διάψευση της προσδοκίας που της είχε δώσει τη νίκη, πως μπορεί τόσο στον σιδηρόδρομο όσο και στο κράτος να φέρει την αναγκαία αλλαγή. Η δυσπιστία ρίζωσε. Τρώει σαν σαράκι όχι μόνον την κυβέρνηση, μα τη δημοκρατία την ίδια.
Γιατί, επιπλέον, ούτε η αντιπολίτευση κατάφερε από τότε να βρει πειστική απάντηση στο ηθικό αίτημα κάθαρσης και αλλαγής που αναδύεται από το τραύμα της τραγωδίας. Και το κοινό αίσθημα, αυτή η οργή χωρίς ελπίδα τροφοδοτεί εκρήξεις που δεν έχουν διάρκεια. Και εύκολα γίνεται εύφορο έδαφος για θεωρίες συνωμοσίας που αντέχουν στη διάψευσή τους και τους διακινητές τους που οργανώνουν εφόδους. Και ο μετρονόμος εξακολουθεί να κινείται σε εναλλασσόμενο ρυθμό.







