Στο μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα, η πολιτική χτίστηκε γύρω από την έννοια της συλλογικότητας. Για μεγάλο διάστημα κυριάρχησαν οι «μεγάλες αφηγήσεις», ιδεολογίες που αποτυπώνονταν σε καθολικά σχέδια για το πώς πρέπει να συγκροτούνται και να λειτουργούν οικονομίες και κοινωνίες – και αντίστοιχα σε ποιες αρχές και βάσεις πρέπει να διαρθρώνονται οι σχέσεις ανάμεσα σε άτομα, ομάδες, κοινωνικές τάξεις. Οι ΗΠΑ ποτέ δεν φλέρταραν, όπως η Ευρώπη, με σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές αντιλήψεις – ενώ στους Αμερικανούς ακόμη και το συντηρητικό ευρωπαϊκό μοντέλο φάνταζε σχεδόν σαν μια ήπια εκδοχή του σοσιαλισμού. Ακόμη κι έτσι, όμως, από την εποχή του Νιου Ντιλ τουλάχιστον και για 50 χρόνια, ιδίως στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, υπήρχε και στην αμερικανική πολιτική ζωή μια συναίνεση γύρω από τον στόχο μιας διάχυτης προόδου. Ο πλούτος ποτέ δεν απορρίφθηκε, αλλά όλοι – Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί – αναγνώριζαν πως η πλειονότητα των Αμερικανών πρέπει να μοιράζεται το «αμερικανικό όνειρο».
Όλα άλλαξαν το 1980 – με την επικράτηση του ρεύματος του νεοφιλελευθερισμού, με την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και την εισαγωγή του στην Ευρώπη από τη Θάτσερ, που είχε εκλεγεί ένα χρόνο νωρίτερα στη Βρετανία. Η ανάδειξη της αγοράς στον κεντρικό παράγοντα της οικονομικής ζωής και η υπαγωγή κάθε δημόσιας πολιτικής στις ανάγκες της οδήγησε στη μετάβαση από την εποχή της συλλογικότητας στην εποχή της ατομικότητας. Η αντίληψη της προτεραιότητας της αγοράς, της οικονομίας και των παικτών της επικράτησε καθολικά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της και εκφράστηκε γενικευμένα και παγκόσμια με την παγκοσμιοποίηση.
Εκανε περίπου 30 χρόνια για να φτάσει στα όριά της. Αλλά η αντίδραση στις παθογένειες της παγκοσμιοποίησης δεν είναι μια επιστροφή στη συλλογικότητα. Το αντίθετο. Η μετάβαση γίνεται από την ατομικότητα στην εγωκεντρικότητα. Αυτό που βλέπουμε να κυριαρχεί είναι η «πολιτική του ενός», μια ιστορική υποτροπή στη λογική των αυτοκρατοριών, όπου κέντρο αποφάσεων – χωρίς θεσμικά αντίβαρα – είναι όποιος επικρατήσει στην αναμέρηση ισχύος, έστω κι αν ακόμη διεξάγεται με όρους δημοκρατικών διαδικασιών. Πολιτική συν εγωκεντρισμός έχει πάντοτε το ίδιο άθροισμα: τον αυταρχισμό. Αυτή είναι η εποχή του Τραμπ για τις Ηνωμένες Πολιτείες – αλλά και σε όλο τον κόσμο: από την Κίνα του Σι και τη Ρωσία του Πούτιν μέχρι την Τουρκία του Ερντογάν και τους μιμητές που βρίσκει το μοντέλο σε όλη την Αφρική. Αυτό ευαγγελίζεται η Λεπέν προς τους Γάλλους και πολύ περισσότερο ο Φάρατζ στους Βρετανούς.
Αλλά για τις ΗΠΑ, υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και της οργανωμένης κοινωνίας, κατεξοχήν στα πανεπιστήμια, που αναγνωρίζει ακόμη τη λειτουργία της δημοκρατίας ως γενέθλια μήτρα του πλούτου, της δύναμης και της ευημερίας ως αφετηρία για την ανάδειξη της χώρας ως παγκόσμια υπερδύναμη. Και δεν είναι διατεθειμένο να την εκχωρήσει, ενώ ταυτόχρονα ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του στη δεύτερη θητεία είναι έτοιμοι να συγκρουστούν σε όλα τα επίπεδα, μέχρις εσχάτων, δηλαδή μέχρι την αμφισβήτηση των ορίων των δημοκρατικών θεσμών. Τέτοιες βαθιές διαιρέσεις λύνονται, πάντοτε και παντού στην ιστορία, μόνο με ένα ξέσπασμα βίας. Και η βία, από την εποχή του Εμφυλίου, δεν είναι ξένη στην αμερικανική πολιτική κουλτούρα. Σήμερα, δεν αποκλείεται όχι μόνο η γενίκευση αλλά και η εξαγωγή της.







