Τα όσα συμβαίνουν στη Γαλλία έχουν ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον. Καταρχάς μας θυμίζουν ότι η «ευρωπαϊκή κρίση» δεν ήταν ούτε χρονικά περιορισμένη στην περασμένη δεκαετία ούτε τοπικά εντοπισμένη στον ευρωπαϊκό νότο. Αντιθέτως, τα προβλήματα μιας δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής δομικά προσανατολισμένης στη λιτότητα, σε συνδυασμό με την ιδεολογική μονοκρατορία μιας ορισμένης εκδοχής πειθαρχικού νεοφιλελευθερισμού αφορούν το σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου και μεταφράζονται σήμερα στην απαίτηση για νέες περικοπές κοινωνικών δαπανών και για αποδόμηση των όποιων πλευρών κοινωνικού κράτους έχουν μείνει ενεργές, με τις «αγορές» και τα spreads να επανέρχονται στο προσκήνιο ως βασικοί μηχανισμοί ιδεολογικού εκβιασμού.
Ταυτόχρονα, η Γαλλία υπογραμμίζει το βάθος της πολιτικής κρίσης στην οποία έχουν οδηγήσει οι πολιτικές αυτές τις ευρωπαϊκές χώρες. Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος στην πρόσφατη γαλλική ιστορία και η Γαλλία δείχνει να έχει επιστρέψει σε μια εικόνα αλλεπάλληλων καταρρεύσεων κυβερνήσεων που θυμίζει την περίοδο πριν ανακηρυχθεί η Ε΄ Δημοκρατία. Η κοινωνική δυσαρέσκεια έχει ενταθεί και η χώρα έχει δει αλλεπάλληλα μεγάλα κύματα κοινωνικής διαμαρτυρίας που συσπειρώνουν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Η ίδια η κρίση διακυβέρνησης προκύπτει από το πολύ απλό γεγονός ότι δεν μπορεί να διαμορφωθεί ούτε στο Kοινοβούλιο ούτε στην κοινωνία ένας συσχετισμός υπέρ των μέτρων λιτότητας και των ανατροπών σε σχέση με το κοινωνικό κράτος.
Οι επιλογές του ίδιου του Μακρόν έχουν επιτείνει την πολιτική κρίση, καθώς αυτό που πρωτίστως έχει κάνει, είτε προκηρύσσοντας τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 2021, είτε προσπαθώντας να επιβάλει πρωθυπουργούς που είναι της δικής του αρεσκείας, είναι ένας ιδιότυπος εκβιασμός και της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος να αποδεχτούν τη δική του ατζέντα, ένα είδος «ανακτορικών κυβερνήσεων», χωρίς καμία πραγματική κοινωνική και πολιτική «δεδηλωμένη». Κάτι που με τη σειρά του στηρίζεται σε μια βαθιά αντιδημοκρατική στον πυρήνα της αντίληψη ότι κάθε πολιτική επιλογή που παρεκκλίνει από τις επιταγές των αγορών είναι εξ ορισμού εσφαλμένη και καταδικαστέα, ακόμη και εάν έχει λαϊκή υποστήριξη.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το τοπίο καταγράφεται διαρκής ενίσχυση της Ακροδεξιάς που διαρκώς βαθαίνει τη γείωσή του στην κοινωνία, κατορθώνει να μετασχηματίζει μέρος της δυσαρέσκειας – ακόμη και των «αντισυστημικών» αντανακλαστικών – σε εκλογική υποστήριξη, παρότι βέβαια η ίδια η ηγεσία του Εθνικού Συναγερμού πρωτίστως έχει επιδοθεί σε μια μάλλον αποτελεσματική προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργοδοτών και του κόσμου των επιχειρήσεων. Βεβαίως, οι βουλευτικές εκλογές του 2024 και το πείραμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου έδειξαν ότι μια ενωτική αριστερή πρόταση που να προσπαθεί να εκπροσωπήσει τις ανάγκες πρωτίστως του κόσμου της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων μεταναστευτικής καταγωγής, μπορεί να είναι αντίπαλο δέος στην Ακροδεξιά. Ομως, όπως δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις, το ενδεχόμενο αυτό απομακρύνεται όταν η Κεντροαριστερά επιλέγει να μη συνεχίσει σε αυτό τον δρόμο, αλλά πρωτίστως να προσπαθήσει να παρουσιαστεί ως δύναμη «κυβερνητικής υπευθυνότητας».







