Καθώς ο Τραμπ τσαλαβουτάει επί παντός του επιστητού στη διεθνή σκηνή – από τους πολέμους και εξοπλισμούς έως τους δασμούς και τις ανεμογεννήτριες –, πολλοί φοβούνται ότι κάτι μπορεί να ξεφύγει και να χαθεί ο έλεγχος. Αυτό έχει οδηγήσει κράτη και οργανισμούς να υιοθετούν μια ενδοτική πολιτική συμπεριφορά, σπεύδοντας να συμφωνήσουν με τους ασύμφορους όρους του Τραμπ από φόβο μήπως στο μέλλον χειροτερέψουν περαιτέρω.
Μέχρι στιγμής, η πιο ενδοτική ήταν η δήλωση υπακοής του γ.γ. του ΝΑΤΟ προς τον αμερικανό πρόεδρο όταν τους ζήτησε να πληρώνουν περισσότερα για τις αμυντικές δαπάνες. Ομως αυτό δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Παρόμοια υποχωρητικότητα εκφράστηκε και από την πρόεδρο της ΕΕ όταν συνάντησε τον Τραμπ στη Σκωτία, προκειμένου να διαπραγματευτούν μια νέα δασμολογική συμφωνία. Στην πράξη δέχτηκε ό,τι είχε ετοιμάσει ο Τραμπ και η συνάντηση τσαλάκωσε ανεπανόρθωτα την επιδίωξη της ΕΕ να διαμορφώσει έναν πιο αυτόνομο ρόλο στο διεθνές στερέωμα.
Ως γνωστόν, βέβαια, ο ενδοτισμός ποτέ δεν σταματάει στο πρώτο μάθημα, αλλά έπεται και συνέχεια. Ετσι λοιπόν η ΕΕ αγνοήθηκε πλήρως κατά την προετοιμασία και διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης με τον Πούτιν για την Ουκρανία. Η πρόσκληση της περασμένης Δευτέρας στο «πάρτι των ηττημένων» με τον Ζελένσκι όχι μόνο δεν αλλάζει, αλλά εμπεδώνει ακόμα περισσότερο τη μεταχείριση της ΕΕ ως παίκτη δεύτερης κατηγορίας στο διεθνές στερέωμα. Η εικόνα των ευρωπαίων ηγετών στον προθάλαμο αναμονής του Λευκού Οίκου θα αργήσει να ξεχαστεί!
Βεβαίως το οικονομικό μέγεθος και η γεωπολιτική ισχύς μετράνε καθοριστικά και θα ήταν εξωπραγματικό να περιμένει κανείς ότι οι ΗΠΑ θα καθοδηγούνται από την Ευρώπη στη διεθνή σκηνή, όπως είχε γίνει μερικές φορές κατά τον 20ό αιώνα. Ομως και η ισχύς των ΗΠΑ δεν είναι τα μόνα εργαλεία επιρροής τους γιατί οι αποφάσεις τους χρειάζονται και μια ευρύτερη νομιμοποίηση για να σταθούν διεθνώς. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί άραγε ο Τραμπ δεν τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα – την οποία η ΕΕ μάλλον θα δεχόταν έστω και ως ψευδαίσθηση ισχύος.
Κατά την άποψή μου, ο λόγος της μονομερούς επικράτησης που επιδιώκει η Αμερική είναι ότι το διακύβευμα υπερβαίνει έναν τρέχοντα γεωπολιτικό διακανονισμό και εκτείνεται στον μακρύ ορίζοντα οικοδόμησης της ηγεμονίας της. Αφορά το αν μπορέσει να κυριαρχήσει στην ανάπτυξη και εφαρμογή του νέου θαυμαστού κόσμου που έρχεται, της τεχνητής νοημοσύνης, και μέσω αυτής στην οικονομία και τη στρατιωτική ισχύ τις επόμενες δεκαετίες. Ο μέγας ανταγωνιστής της σε αυτό το πεδίο είναι φυσικά η Κίνα, δευτερευόντως η Ευρώπη και καθόλου η Ρωσία που έχει μείνει δραματικά πίσω. Ηδη εξήγγειλε ότι θα διαθέσει 1 τρισ. δολάρια για την ανάπτυξή της και προφανώς νέοι πόροι από τους δασμούς θα χρηματοδοτήσουν τα σχετικά προγράμματα. Για αυτό προσπαθεί να αποτρέψει την Ινδία να συνεργαστεί με την Κίνα και αποφεύγει να μπλέξει με την «ευρωπαϊκή κωλυσιεργία» – όπως αυτός βλέπει περιφρονητικά την ΕΕ. Αν η ΕΕ λοιπόν θέλει να ξαναβρεί έναν διεθνή βηματισμό σε όλα τα πεδία, δεν θα έπρεπε να ικετεύει να ανέβει στο τρένο σε κάθε ενδιάμεσο σταθμό που σταματάει, αλλά να φτάσει πρώτη στον επόμενο μεγάλο. Δηλαδή, να γίνει μια παγκόσμια τεχνολογική πρωτοπορία την οποία ούτε οι ΗΠΑ ούτε άλλες χώρες να μπορούν να αγνοήσουν!







