Ο Μεσοπόλεμος υπήρξε μια περίοδος μεγάλων αντιθέσεων και αλλαγών. Ανάμεσα στους δύο πολέμους, η Ευρώπη γνώρισε έντονη καλλιτεχνική κινητικότητα και ανατροπές. Στη μουσική, οι παλιές και οι νέες τάσεις συνυπήρχαν και συχνά συγκρούονταν δημιουργικά. Η κλασική παράδοση συνέχιζε την πορεία της, την ώρα που το δωδεκάφθογγο σύστημα του Σένμπεργκ ανέτρεπε τους καθιερωμένους κανόνες. Οι πειραματισμοί γύρω από την τονικότητα αμφισβητούσαν τις βεβαιότητες, ενώ η μουσική του Ντεμπισί και του Στραβίνσκι διαμόρφωνε νέες αισθητικές, άρχισε να εδραιώνεται και την ίδια στιγμή προκαλούσε αντιδράσεις.

Ο Μίλτος Λογιάδης δίνει το περίγραμμα μιας εποχής «ανακατατάξεων, προόδου και επαναστάσεων μέσα στην ίδια την τέχνη», όπως τη χαρακτηρίζει. Η παράσταση «Τραγούδια του Μεσοπολέμου» τοποθετεί στο επίκεντρό της αυτή τη συναρπαστική εποχή. Τη δημιουργία και παρουσίαση υπογράφει ο σημαντικός αρχιμουσικός, έχοντας δίπλα του τον Αντώνη Σουσάμογλου (ενορχήστρωση), καθώς και τη Νάντια Κοντογεώργη, η οποία αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια και μοιράζεται τη σκηνή στο τραγούδι με τον Δημήτρη Πακσόγλου. Την ίδια στιγμή όμως κάτι νέο και ανεπιτήδευτο έκανε την εμφάνισή του: καμπαρέ, τζαζ, οπερέτες.

Οι μουσικοί αναζητούσαν έμπνευση στην κλασική παράδοση, αλλά και στις λαϊκές μουσικές των χωρών, πλάθοντας έναν φρέσκο, γεμάτο αντιθέσεις ηχητικό κόσμο. Στην Ελλάδα, η οπερέτα βρισκόταν στο απόγειό της, ενώ τα σμυρναίικα μινόρε κουβαλούσαν τον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Για εμάς, ο Μεσοπόλεμος ξεκινά στην ουσία μετά το 1922» εξηγεί ο Μίλτος Λογιάδης. «Μέχρι τότε ζούσαμε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η χώρα ήταν σε συνεχή αναταραχή. Ουσιαστικά, για εμάς ολοκληρώνεται το 1940, με τον πόλεμο του Οκτώβρη. Η μουσική μάς μεταφέρει σε μια εποχή φωτός, που ξεπροβάλλει ανάμεσα στα σκοτάδια των πολέμων» συμπληρώνει.

Γέφυρες

Το πρόγραμμα που επιμελήθηκαν επιχειρεί να αγκαλιάσει όλο το φάσμα της μουσικής εκείνης της εποχής: από τα σμυρναίικα μινόρε μέχρι τον Κουρτ Βάιλ, από τον Σκαλκώτα και τη λιτή αυστηρότητα της «Σονάτας» του έως τραγούδια τζαζ, ελαφρά κομμάτια, ακόμα και το «Αχ μαρή», που πλαισιώνεται δίπλα σε μια σονάτα για βιολί και πιάνο. «Θα δεις ότι τα συνδέουμε» λέει. «Δημιουργούμε γέφυρες που δεν είναι προφανείς – ένα ανατολίτικο μοτίβο με γιουκαλίλι, μια τζαζ μελωδία με ελληνικό τραγούδι. Στο τέλος, όλα ανήκουν στην ίδια εποχή και κρύβουν ένα κοινό μελωδικό νήμα που τα ενώνει».

Η εποχή εκείνη έμοιαζε με μια φαινομενική ανάπαυλα. Οι άνθρωποι ζούσαν με περισσότερη ελευθερία, τα ήθη είχαν χαλαρώσει και υπήρχε μια αίσθηση ευτυχίας. Και όμως, στον ορίζοντα διαγραφόταν το επερχόμενο σκοτάδι. «Αυτό θέλαμε να φανεί στο πρόγραμμα» εξηγεί. «Γι’ αυτό εντάξαμε τον Κουρτ Βάιλ – γιατί φέρνει μαζί του τόσο το καμπαρέ όσο και το σκοτάδι. Εχουμε επίσης απόσπασμα από τη Σονάτα του Σκαλκώτα, που αντικατοπτρίζει αυτή την ανησυχία. Δεν είναι όλα ελαφρά· κάποια κομμάτια προμηνύουν όσα θα ακολουθήσουν». Το κλείσιμο της συναυλίας, όπως λέει ο Μίλτος Λογιάδης, θα γραφτεί από τη «Ζεχρά» και τα «Της Ελλάδος παιδιά» του Μιχάλη Σογιούλ. «Πιστεύω ότι θα είναι μια βραδιά που θα μείνει στη μνήμη» καταλήγει. «Γιατί η μουσική, όπως και η Ιστορία, είναι γεμάτη από συνυπάρξεις και αντιθέσεις. Και αυτό είναι η ζωή μας όλη».