Οι δημιουργοί τηλεοπτικού περιεχομένου πλέον αντιμετωπίζουν ένα νέο είδος κοινού: τους «αφηρημένους» τηλεθεατές. Οι τηλεοπτικοί παραγωγοί γνωρίζουν καλά πως το κοινό σήμερα δεν παρακολουθεί με τον ίδιο τρόπο όπως παλαιότερα. Αν έχετε δει ποτέ μια σειρά ή ταινία λόγου χάρη στο Netflix ενώ παράλληλα κάνατε «κύλιση» (scrolling) στο Instagram, δεν θα πρέπει να σας εκπλήσσει ότι ο κολοσσός του streaming γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη «διπλή ενασχόληση» – και, στην πραγματικότητα, την ενθαρρύνει.
Η πρακτική της «δεύτερης οθόνης» – η ταυτόχρονη χρήση μιας δευτερεύουσας συσκευής, συνήθως έξυπνου κινητού, ενώ παρακολουθείται τηλεοπτικό περιεχόμενο – είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Verdict, αυτή η συνήθεια υφίσταται για πάνω από μία δεκαετία. Το 2023, άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία ερευνών και δημοσκοπήσεων YouGov σε 17 χώρες κατέδειξε ότι η πλειοψηφία των τηλεθεατών κοιτάζουν συχνά ή πολύ συχνά το κινητό τους ενώ βλέπουν τηλεόραση. Η Ινδία ηγήθηκε της λίστας με 60%, ενώ στην Αυστραλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 57% και σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο 55%.
Το κοινό των τηλεοπτικών υπηρεσιών streaming βλέπει περιεχόμενο παντού – στον καναπέ, στο κρεβάτι, στα μέσα μεταφοράς, ακόμη και στις τουαλέτες, όπως σημειώνει το περιοδικό n+1. Πολλές φορές, μάλιστα, «δεν βλέπει καν». Με δεδομένο ότι η προσοχή των θεατών συχνά είναι περιορισμένη, η πλατφόρμα έχει στραφεί σε μια διαφορετική προσέγγιση περιεχομένου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες παραγωγών, ιδίως σεναριογράφων, που έχουν συνεργαστεί με το Netflix, μία από τις πιο συχνές «κατευθυντήριες γραμμές» που λαμβάνουν από τα στελέχη της πλατφόρμας είναι οι χαρακτήρες να δηλώνουν ρητά τις πράξεις τους, ώστε ακόμη και όσοι έχουν το πρόγραμμα στο παρασκήνιο να μπορούν να ακολουθούν την πλοκή. Οπως έχει αναφέρει η εφημερίδα Guardian, το Netflix έχει επανειλημμένα επισημάνει στους υπευθύνους παραγωγής ότι οι σκηνές πρέπει να είναι κατάλληλες για δεύτερη οθόνη – δηλαδή, αρκετά απλές και κατανοητές χωρίς απόλυτη συγκέντρωση. Η νέα τάση στην παραγωγή τηλεοπτικού περιεχομένου, σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, είναι ότι πολλές σειρές γράφονται πλέον σκόπιμα για «αφηρημένους θεατές». Ετσι, ενώ στην εποχή της παραδοσιακής τηλεόρασης είχαμε τους «τακτικούς» και τους «περιστασιακούς» τηλεθεατές, στην εποχή των τηλεοπτικών πλατφορμών αναδεικνύονται κι οι «αφηρημένοι» τηλεθεατές, προάγγελος ενδεχομένως μιας νέας κατηγορίας οπτικοακουστικού ακροατηρίου. Σύμφωνα με δημιουργούς προγραμμάτων, από το Netflix τούς ζητήθηκε να έχουν στον νου τους πως το κοινό θα παρακολουθεί «ενώ μιλάει με φίλους ή κάνει άλλα πράγματα». Ετσι, χρειάζεται να «λέγονται περισσότερα από όσα θα λέγονταν κανονικά», ώστε οι θεατές να μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, ακόμη και χωρίς οπτική επαφή με την οθόνη. Αυτή η ανάγκη οδηγεί σε υπερεπεξηγηματικούς διαλόγους, επαναλήψεις της πλοκής και εκτεταμένη χρήση voice-overs που περιγράφουν τη δράση, διευκολύνοντας την παρακολούθηση ακόμα και με περιορισμένη προσοχή.
Ωστόσο, κάποιοι από τον χώρο εκφράζουν επιφυλάξεις. Τρεις σεναριογράφοι δήλωσαν στην Guardian ότι δεν έχουν δεχθεί ποτέ τέτοιου είδους καθοδήγηση από την πλατφόρμα. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές (π.χ. Verdict) επισημαίνουν ότι πολλές σειρές του Netflix φαίνεται να είναι σκόπιμα σχεδιασμένες για αυτόν τον τύπο παρακολούθησης: αρκετά ενδιαφέρουσες ώστε να κρατούνται στο παρασκήνιο, αλλά και αρκετά απλοποιημένες ώστε να μην απαιτούν πλήρη προσοχή. Αυτό προκαλεί ανησυχίες ότι η «κουλτούρα της δεύτερης οθόνης» ίσως πλήξει τη δημιουργικότητα, καθώς οι streaming πλατφόρμες ενδέχεται να προτιμήσουν την παραγωγή «παρασκηνιακού θορύβου» αντί για δυναμική και συναρπαστική αφήγηση.
Ισως τελικά το ζήτημα να είναι θέμα ισορροπίας. Οπως επισημαίνει η Guardian, όσο υπάρχουν εκπομπές που μπορούν να καταναλώνονται περιστασιακά, αλλά και άλλες που απαιτούν την απόλυτη προσοχή μας, υπάρχει χώρος για όλα. Οι πλατφόρμες οφείλουν να αναρωτηθούν πώς η «χαλαρή παρακολούθηση» μπορεί να γίνει ποιοτική εμπειρία – γιατί τα δύο δεν είναι απαραίτητα μη συμβατά.
Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών







