Από τα προεφηβικά μου χρόνια, κάθε καλοκαίρι, κάπου στην Ελλάδα, θυμάμαι να προκύπτει κάποιο πρόβλημα με τις φωτιές. Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1980. Μπορεί να συνέβαινε και πιο πριν, αλλά γι’ αυτό δεν θα μιλήσω γιατί δεν με βοηθά η μνήμη μου. Αλλά από τα eighties και δώθε, κάθε μα κάθε καλοκαίρι η Ελλάδα καίγεται. Εχουν περάσει περίπου 45 χρόνια. Σαράντα πέντε χρόνια η Ελλάδα καίγεται.

Αν το καλοσκεφτείς, είναι σχεδόν σουρεαλιστικό – απορείς πώς είναι δυνατόν να εξακολουθεί να καίγεται, αφού κανονικά θα έπρεπε να είναι πια όλη καμένη. Και τίποτα δεν φαίνεται να αλλάζει. Σαν να είναι μέρος μιας άτυπης θερινής ατζέντας. Καλοκαίρι ίσον φωτιές. Τελεία και παύλα.

Και μετά από κάθε καλοκαίρι, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ετών, μόλις δηλαδή το άμεσο πρόβλημα τελείωνε και οι φωτιές κάποια στιγμή έσβηναν, όταν με άλλα λόγια αρχίζει με το καλό και χειμωνιάζει, ουδείς εκτός από τους άμεσα πληγέντες από τις φωτιές θυμόταν τι έγινε το περασμένο καλοκαίρι.

Την ίδια ώρα όμως, είμαι 100% βέβαιος ότι οι πάντες γνώριζαν τι επρόκειτο να γίνει το επόμενο καλοκαίρι. Και εξακολουθούν να γνωρίζουν. Πάλι φωτιές στην Ελλάδα. Τόσο απλό. Οσο τραγικό είναι, τόσο με ανέκδοτο μοιάζει.

Δεν ξέρω ποιος φταίει και δεν ξέρω αν το φταίξιμο σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό, αν δηλαδή οι φωτιές προέρχονται από διαφορετικές… πηγές (και ποιες άραγε είναι αυτές;).

Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάθε μα κάθε καλοκαίρι η Ελλάδα καίγεται.

Τον περασμένο Ιούνιο πραγματοποιήθηκε το 4ο Evia Film Project, ένας θεσμός που δημιουργήθηκε το 2022 προκειμένου να στηρίξει την κακοποιημένη από τις πυρκαγιές τής αμέσως προηγούμενης χρονιάς, Βόρεια Εύβοια. Και ερωτώ: σε τι βοήθησε ουσιαστικά αυτό το φεστιβάλ; Πέρα από την (πρόσκαιρη) ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιοχών όπου το φεστιβάλ διεξάγεται, σε τίποτα. Κατ’ αρχάς κάποια σημεία της Εύβοιας κάηκαν και φέτος. Και ύστερα, την ίδια την ημέρα λήξης του φεστιβάλ, πρώτο θέμα στις ειδήσεις ήταν ότι η Χίος βρισκόταν μέσα στις φλόγες. Οπως και η Ρόδος, αν και σε μικρότερο βαθμό. Την ίδια ώρα δηλαδή που στην Αιδηψό, την Αγία Αννα και τη Λίμνη στην Εύβοια γιορτάζαμε την επιτυχία ενός οικολογικού θεσμού που γεννήθηκε για να αφυπνίσει συνειδήσεις, την ίδια ακριβώς ώρα είχε αρχίσει να καίγεται ένα άλλο σημείο της Ελλάδας. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Σε ένα πραγματικά εφιαλτικό φετινό καλοκαίρι θα ακολουθούσαν φλόγες σε αμέτρητα σημεία της χώρας. Δεν έχει σημασία να τα αναφέρω καν. Αποκορύφωμά τους η Πάτρα.

Πού θέλω να καταλήξω; Οποτε πλέον βλέπω δέντρο εκτός Αθηνών στην Ελλάδα, το πρώτο συναίσθημα που νιώθω είναι ο τρόμος. Αυτός είναι και ο λόγος που εδώ και αρκετά χρόνια έχω επιλέξει συγκεκριμένο σημείο χωρίς δέντρα για να ξεσκάω. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Αν εξακολουθείτε να ενδιαφέρεστε για ήρεμες διακοπές και όχι διακοπές τρόμου στην Ελλάδα, μείνετε μακριά από το πράσινο. Προτιμήστε πεδινά σημεία, ξερονήσια, κάμπους με μικρή ή μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να έχετε ήσυχο το κεφάλι σας. Μακριά από πεύκα, έλατα και βελανιδιές! Είναι ρωσική ρουλέτα το αν θα έχουν παραμείνει όρθια πριν φύγετε. Ρίσκο στην κυριολεξία. Και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για αυτό. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Το αν καούν ή όχι είναι στο χέρι της μοίρας και της τύχης. Επιλέξτε σημεία στα οποία και να πιάσει φωτιά, θα σβήσει πολύ σύντομα. Φαλακρά βουνά, αραιοί θάμνοι, επίπεδο έδαφος. Ευλογημένα σημεία!  Για να έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας!

Γιατί όσο με στενοχωρεί ότι η Ελλάδα καιγόταν, καίγεται και κατά πάσα πιθανότητα θα εξακολουθεί να καίγεται, τόσο, από κάποια στιγμή και μετά, το κάψιμο αυτής της χώρας σταμάτησε να έχει επίδραση πάνω μου. Γιατί να έχει επίδραση; Ποιον στ’ αλήθεια ενδιαφέρει το κάψιμο της Ελλάδας εκτός από τους ίδιους τους πληγέντες, και μάλιστα μόνο την ίδια την ώρα του κακού και στη δική τους περιουσία; – όχι πιο πριν και όχι στην περιουσία άλλου. Νομίζω ότι στα 45 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που εγώ τουλάχιστον θυμάμαι την Ελλάδα να καίγεται, εύκολα μπορείς να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι αν κάποιον όλη αυτή η κατάσταση τον ένοιαζε πραγματικά, τότε δεν μπορεί, οι φωτιές θα είχαν τουλάχιστον ελαχιστοποιηθεί. Και όμως το κακό χειροτερεύει.