Εκτός από την αναμενόμενη αποτύπωση και τις αναφορές σε ποιήματα «λατρευτικού» χαρακτήρα ή την ένταξή της σε μια συναισθηματική γεωγραφία όπως εκείνη του Αιγαίου (κατεξοχήν στον Ελύτη, ο οποίος αναφέρει δεκάδες προσωνύμιά της) η μορφή της Παναγίας πήρε διαφορετικές εκδοχές, από τον ανθρωπομορφισμό έως την ταύτιση με ελληνολατρικές πρακτικές. Η επιλογή εδώ δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική και σε καμία περίπτωση εξαντλητική.

1. Νίκος Καζαντζάκης

Η Παναγία και η καταιγίδα

Η μορφή της Παναγίας που θυμάται ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» συνδέεται προφανώς με τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά σε συνθήκες τόσο γιορτινές όσο και απειλητικές, όπως αναφέρει ο ίδιος. Κυριαρχεί ένα φυσικό φαινόμενο – η επικείμενη καταιγίδα – και η απειλή που σημαίνει για την οικογενειακή παραγωγή της σταφίδας. Η ημέρα είναι γιορτινή, αλλά και δυσοίωνη, και τη βιώνει μαζί με τον πατέρα του και τους ντόπιους φίλους τους: «Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δεν δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνουνταν στενοχωρημένοι. Ολοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ’ ένα συννεφάκι που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε… – Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό! – Δάγκασε τη γλώσσα σου, του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δεν θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της. Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα· πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα. Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε· οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό. – Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια! Ολοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα… Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι. Είχα φτάσει ως τον δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν […] – Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας! – Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα! Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη· θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα· αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε· ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου».

2. Κωστής Παλαμάς

«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω αραγμένη»

Η «Φλογέρα του βασιλιά» εκδόθηκε το 1910 και αποτελείται από δώδεκα λόγους. Διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β’ (Βουλγαροκτόνου) στην Αθήνα με κεντρικό σταθμό το προσκύνημά του στον Παρθενώνα, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει γίνει ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Η εξέλιξη αυτή συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα της ιστορίας του ελληνισμού: αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Στον όγδοο λόγο ένας Αθηναίος ξεναγεί τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρόκλο (τον «στερνό των εθνικών προφήτη») και του υποδεικνύει τη νέα εικόνα – της Παναγίας – που έχει αντικασταστήσει την Παλλάδα Αθηνά στον Παρθενώνα:

«Ξένε, η Παλλάδα σου διωγμένη από μια δέσποιν’ άλλη,

Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη

μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα

σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο

χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο

μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,

μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα

σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,

μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο

σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.

Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν

και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,

μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της

μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν…»

3. Κώστας Βάρναλης

«Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!»

Το ποίημα είναι γνωστό, καθώς η Παναγία μιλάει σαν οποιαδήποτε μάνα που στερείται το παιδί της. Και αυτή η ανθρώπινη διάστασή της είναι ο άξονας πάνω στον οποίο χτίζει το ποίημά του «Η μάνα του Χριστού» – από το οποίο ακολουθούν αποσπάσματα – ο κατά τ’ άλλα κομμουνιστής Βάρναλης. Αξίζει, εκτός άλλων, για τη χρήση των χριστιανικών συμβόλων από τον Βάρναλη – έξω από τη σκοπιά της αμιγώς θρησκευτικής ποίησης – η υπόμνηση του σχετικού σημειώματος της Πολυξένης Συμεωνίδου στο συλλογικό «Οψεις του θρησκευτικού φαινομένου στη λογοτεχνική κριτική του Μεσοπολέμου» (Librofilo & Co, επιμ.: Βασίλης Μακρυδήμας, 2023).

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει

(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει

κι’ από δόξες αλάργα κι’ αλάργ’ από μίση! […]

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…

Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,

λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,

Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα […]

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…

ολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη

κι όσο ο γήλιος να πέσει και να ‘ρθει το δείλι,

το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν ! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε : «Ποιος ο Χριστός;» τι ‘πες «Να με!»

Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!​

4. Γιάννης Ρίτσος

H Παναγία στη Μακρόνησο

Στον «Πέτρινο χρόνο» (Μακρονησιώτικα) του Γιάννη Ρίτσου, όπου περιγράφεται η ανελέητη καθημερινότητα της εξορίας, ο επίσης άθεος ποιητής γράφει το εξής παρενθετικό απόσπασμα:

(Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο

να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά

συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών

καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα)

5. Τάκης Παπατσώνης

«Ο Κρίνος έβλεπε τον κόσμο»

Ο ποιητής που κινήθηκε διαχρονικά ανάμεσα στον καθολικισμό και την ορθοδοξία ήταν πεπεισμένος «ότι η θρησκευτική ταμπέλα» απόβαινε ασφυκτικά δεσμευμένη για τον γενικό προσδιορισμό του έργου του, οπότε «ο ίδιος προκρίνει την ένταξή του στον χώρο της μεταφυσικής», όπως σημειώνει ο Βασίλης Μακρυδήμας στο «Απαντα τα ευρεθέντα« (Librofilo & Co, 2022). Με τέτοια στοιχεία χτίζει το ποίημα «Η προαιώνια θλίψη της Παναγίας» (όπου διατηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου).

Μεταξύ των Κρίνων του Κήπου του Ουρανίου

παρθενικός περίγυρος εδημιουργείτο·

ενώ μεγάλωνε η κακία του εγκόσμιου βίου,

η Παρθένος φυτό στη γλάστραν ήτο.

Σε τέτιον είχε φτάσει σημείο η απιστία,

που κάτω απ’ το Σινά, χορόν εστήσαν

γύρω σε χρυσό Βόδι, αντί αυστηρή νηστεία

να τηρήσουν, αυτοί με ορμή αμαρτήσαν.

(Και στην πλατεία μας πριν λίγο ήτο στημένος

χαρούμενος χορός γύρω σ’ ελάτια

αλλ’ αμαρτία εδώ δεν θόλωνε τα μάτια).

Προς τα κάτω, απ’ τον άνεμο γερμένος

ο Κρίνος έβλεπε τον κόσμο που απιστούσε

και καθώς φύσαγε ο άνεμος, αυτός ριγούσε.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Το ζώδιον το λεγόμενον της Παρθένου»

Η «επικράτεια» του Παπαδιαμάντη, με τις συχνές αναφορές στον λατρευτικό ενιαύσιο κύκλο, είναι ξεχωριστή για την αποτύπωση της Παναγίας και το αποκαλούμενο «Πάσχα του καλοκαιριού». Εκτός από τα διηγήματα που αναφέρονται στη Μαρία υπογράφει και άρθρο στο φύλλο «Εφημερίς» τον Δεκαπενταύγουστο του 1887, εποχή κατά την οποία εκκλησιαζόταν και έψελνε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα. Γράφει, λοιπόν, εκτός άλλων, για την ίδια τη γιορτή, αλλά και για τη σύνδεση του Αυγούστου με το… ζώδιο της Παρθένου: «Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου, ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία. Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια, ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα […] Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν, άρχεται η εορτή, και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα, ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός, καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής, η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου. Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα, εν τω ιερώ δε Αθω, τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας, ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι, και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι, τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός. Χάριν δε περιεργείας δύναται να σημειωθή και η σύμπτωσις, ότι ο Αύγουστος αστρονομικώς ανήκει εις το ζώδιον, το λεγόμενον της Παρθένου».

Ξεχωριστό ενδιαφέρον, όμως, έχουν και τα ποιήματα που έχει γράψει, όπως αυτό που τιτλοφορείται «Στην Παναγία τη Σαλονικιά». Το έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του και αναφέρεται σε μια εκκλησία της Σκιάθου. Βρισκόταν επί δεκαετίες στο αρχείο του Κώστα Φαλτάιτς και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο το 1983 (Αλ. Παπαδιαμάντης, «Απαντα», τόμ. 5, εκδ. Δόμος).

Στο κέντρον της επάνω πόλεως

με το καμπαναριό της, που είν’ ένα στολίδι

του λιμένος και της προσόψεως,

στέκει ο ναός της Παναγίας.

Ωραίος ο ναός, το τέμπλο ωραίο,

ωραία τα λαμπρά τα εικονίσματα,

ωραίες κι οι νορίτισσες που εκκλησιάζονται,

όλα ωραία.

Στολισμένο το τέμπλο με χρυσές ποδιές,

στολισμένος ο χορός και τα στασίδια με μυρτιές και δάφνες,

στολισμένες κι οι κόρες που πηγαίνουν

να εκκλησιασθούν στην Παναγία.

Αριστερά στο τέμπλο στέκεται

η εικόνα σου η μεγάλη θεόρατη

όλη ασημένια όλη, Παναγία μου,

με τ’ ασημοκάντηλά της.

Απάνω στην εικόν’ αφιερώματα

κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,

καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,

όλ’ αφιερώματα των πλοιάρχων.

Κι οι καπεταναίοι οι παλαιοί

καθένας έχει στο ναό βαλμένο

από ένα λίθο· και καθένας έχει

ένα στασίδι γύρω γύρω στο δεσποτικό

και γύρω γύρω στο παγκάρι όλοι τους.

Τάζουν στην Παναγία και τους δίνει

καλά ταξίδια, γαληνιάζ’ η θάλασσα

όταν στο πέλαγο την επικαλεσθούν

την Παναγία την Σαλονικιά.

Αμποτε να ’σαι βοηθός, Παρθένα μου,

κι εις τους χειμαζομένους εις του βίου

τα βάσανα και τας ανάγκας, άμποτε

να είσαι βοηθός και σωτηρία.