Ο Άρης Ασπρούλης είναι Κοινωνιολόγος της Εργασίας. Αριστούχος Διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου. Αυτό θα λέγαμε τυπικά. Ουσιαστικά ερευνά. Συλλέγει. Γράφει. Και εδώ και δεκαπέντε χρόνια καταδύθηκε στο πιο αόρατο μέρος της Εργασίας. Στο σιωπηλό μα ταυτόχρονα ηχηρό σκέλος των εργασιακών σχέσεων. Και επέλεξε να ερευνήσει ένα γνωστό εργοστάσιο, αυτό της Μεγαλόπολης. Να χαρτογραφήσει τις μεταβολές στην ζωή των εργατών προ Κρίσης και μετά Κρίσης. Με μελαγχολικά συμπεράσματα.
Πώς εκκινήθηκε η έρευνά σας για τους εργάτες του εργοστασίου της Μεγαλόπολης το οποίο μεταπλάστηκε και σε διδακτορική έρευνα και σε βιβλίο («Ο Μελαγχολικός Εργάτης. Η σιωπηρή πλευρά των εργασιακών σχέσεων την εποχή της Κρίσης – Το παράδειγμα της Μεγαλόπολης» από την Κάπα Εκδοτική);
To 2010, όταν ξεκίνησε ο σχεδιασμός της έρευνας, στόχος ήταν να εντοπισθεί και να διερευνηθεί το σιωπηλό φάσμα της εργασίας σε έναν χώρο απασχόλησης. Να αναζητηθούν δηλαδή οι λεγόμενες σιωπηρές συμβάσεις που συνάπτουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, οι οποίες δεν καταγράφονται πουθενά επίσημα, αλλά αποτελούν τη σιωπηρή και άτυπη παράδοση ενός επαγγέλματος ή ενός εργασιακού χώρου. Αυτές οι σιωπηρές συμβάσεις είναι σημαντικές για την Κοινωνιολογία της Εργασίας επειδή σμιλεύουν -με αόρατο αλλά πολύ ισχυρό τρόπο- τις σχέσεις εξουσίας σε έναν επαγγελματικό χώρο, το εργασιακό ήθος που διέπει μια αγορά εργασίας, το τί τελικά αποδεχόμαστε και τι όχι, σε μια δουλειά, και γιατί. Σμιλεύουν, με άλλα λόγια, την ταυτότητά μας. Για να αναδειχθεί όσο το δυνατόν πιο ισχυρά αυτή η δύναμη του σιωπηρού και ανεπίσημου φάσματος της εργασίας, έπρεπε, όπως συνηθίζεται στην Κοινωνιολογία, να χρησιμοποιηθεί ένα παράδειγμα που εκ πρώτης φαίνεται παράδοξο.
Και πώς φτάσατε στην Μεγαλόπολη;
Σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος του ευρύτερου δημοσίου τομέα της χώρας όλα φαίνεται να δουλεύουν βάσει τυπικών κανόνων. Ωράριο, καθήκοντα, αμοιβές, κλιμάκια ανέλιξης, προϋποθέσεις πρόσληψης, όλα υπάγονται σε συγκεκριμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, νομοθεσίες και κανονισμούς. Άρα πού κρύβεται εδώ, σε έναν τέτοιο χώρο, το σιωπηρό φάσμα της απασχόλησης για το οποίο τόσο θεωρητικό και ερευνητικό μελάνι «χύθηκε» στην παράδοση της Κοινωνιολογίας της Εργασίας; Με αυτό το ερώτημα επιλέχθηκε το εργοστάσιο της Μεγαλόπολης ως μελέτη περίπτωσης πριν 15 χρόνια. Είμαστε στο 2010, κατά τον σχεδιασμό της έρευνας, και ακόμα η λέξη «Κρίση» είναι αρκετά νωπή, δεν έχει αποκτήσει το αποκρυσταλλωμένο περιεχόμενο που έχει σήμερα. Το γεγονός ότι το εργοστάσιο της Μεγαλόπολης σταδιακά αναδείχθηκε ως το απόλυτα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τί σημαίνει ελληνική Κρίση (απότομη μείωση προσωπικού, απότομη μείωση απολαβών, απότομη μείωση παραγόμενης ενέργειας, εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις, ισχυρή παρουσία εξωτερικών εργολαβικών συνεργείων, εργαζόμενοι σε απόγνωση) ήταν κάτι που συνέβαινε παράλληλα με το χτίσιμο της έρευνας. Για αυτό και όταν μπήκα στο εργοστάσιο το 2016 για να πραγματοποιήσω την παρατήρηση και τις συνεντεύξεις, όλη η έρευνα επικεντρώθηκε στην αναζήτηση του σιωπηρού βιώματος της Κρίσης. Και το βίωμα αυτό, όπως ορίζει η Σχολή του Σικάγο, αναζητήθηκε αποκλειστικά μέσα από τις φωνές των εργαζομένων και τις αφηγήσεις ζωής τους.
Ποια είναι η πιο συγκινητική στιγμή που κρατάτε από τις 40 συνεντεύξεις/αφηγήσεις ζωής εργαζομένων-λιγνιτωρύχων στην Μεγαλόπολη που κομίσατε και γιατί αλήθεια ονοματίσατε το οδοιπορικό σας «Μελαγχολικός εργάτης»;
Δύο φορές μού έπεσε το μολύβι από τα χέρια κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Η μία ήταν την πρώτη φορά που ένας λιγνιτωρύχος μου είπε την ηλικία του, καθώς στα δικά μου μάτια μου ήταν τουλάχιστον 20 χρόνια μεγαλύτερος, λόγω της σωματικής καταπόνησης μετά από 25 χρόνια στο εργοστάσιο. Και η δεύτερη όταν ένας εργαζόμενος μου εξήγησε πρώτη φορά τί είναι οι «φυλακές». «Φυλακές» είναι η βάρδια που πάει ως εξής: μια εβδομάδα πρωί, μια εβδομάδα απόγευμα, μια εβδομάδα βράδυ ως το πρωί και μια εβδομάδα ρεπό. Είναι ένα σύστημα εργασίας που, όπως ο ίδιος μού αποκάλυψε, σού κάνει σμπαράλια τον οργανισμό, χάνεις την αίσθηση του χρόνου, του χώρου, δεν ξέρεις πότε να φας, πότε να κοιμηθείς, δεν έχεις κοινωνική ζωή. Όταν τον ρώτησα πόσο καιρό εργάζεσαι σε σύστημα «φυλακών», ευελπιστώντας να μου πει ότι είναι κάτι προσωρινό ως κατάσταση για τον ίδιο, σίγουρα δεν περίμενα την απάντηση «ανελλιπώς, από το 1992». Πολλές τέτοιες πληροφορίες στιγμάτισαν τις μέρες μου εκεί. Ξέρετε, οι άνθρωποι που αποφάσισαν να θυσιάσουν το σώμα τους, την υγεία τους, τη ζωή τους ακόμα, για να μπορούμε, εγώ και εσείς, να έχουμε φως, ζεστό ή δροσερό σπίτι, συντήρηση για φαγητά μας, νερό στο μπάνιο μας σε ωραία θερμοκρασία, με το πάτημα ενός κουμπιού, το έκαναν με την προϋπόθεση μια σιωπηρής σύμβασης. Αντλούσαν κύρος από τη δουλειά τους για αυτή τους τη θυσία, είχαν καλές οικονομικές απολαβές, σπουδαίο σύστημα ασφάλισης, μπορούσαν να πάνε διακοπές, να αγοράσουν ένα σπίτι, να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Με την κρίση, συνέχισαν ακριβώς την ίδια θυσία -πολλές φορές και πιο εντατικά λόγω της έλλειψης και της γήρανσης του προσωπικού- χωρίς κανένα κοινωνικό αντίκρισμα, μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικού και κοινωνικού εγκλωβισμού. Αυτός είναι ο Μελαγχολικός Εργάτης, ένας εργάτης που συνεχίζει να κάνει τη δουλειά του ενώ βιώνει κοινωνική αποξένωση, απλώς και μόνο γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο.
Αναπτύσσεται το πεδίο της έρευνας…
Ναι. Η έρευνα της Εργασίας και δη από την σκοπιά της Κοινωνιολογίας τώρα φαίνεται να αναπτύσσεται και στα μέρη μας περισσότερο.
Η κρίση του 2010 θεωρείτε πως είναι ένα σημείο τομή για την όλη συνθήκη και γιατί;
Η Κοινωνιολογία της Εργασίας έχει μια έντονη παρουσία σχεδόν τριών δεκαετιών στην Ελλάδα, με τις έρευνες των Ιορδάνη Ψημμένου, Νίκου Ξυπολυτά, Ντάρια Λαζαρέσκου, Γιώργου Κούρα, Ορέστη Ιστικόπουλου κ.ά., οι οποίες εστιάζοντας στα χαμηλού κύρους επαγγέλματα του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού στη χώρα μας και στις ζωές των ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο, εντόπισαν και μελέτησαν το βίωμα της Κρίσης στον εργαζόμενο, αρκετά χρόνια πριν το 2010, προβλέποντας σε έναν βαθμό αυτό που θα ερχόταν. Ασφαλώς, το 2010 είναι ορόσημο, διότι πλέον η Κρίση διευρύνεται και εξαπλώνεται στην ελληνική μεσαία τάξη -αυτό που ο Γιάννης Κουζής προβλέπει ήδη από τη δεκαετία του ’90 μιλώντας για τη δικτατορία των αγορών έναντι του κράτους- και σταδιακά αποκρυσταλλώνεται και γίνεται η νέα κανονικότητα. Μια κανονικότητα βυθισμένη στην ρευστότητα, τον κίνδυνο και στην αδυναμία να ορίσουμε τον εαυτό μας, τον χώρο μας, τον χρόνο μας, το μέλλον μας, όπως περιγράφεται εξαιρετικά από τον Γιώργο Τσιώλη στις «Επισφαλείς Βιογραφίες».
Παράλληλα με την ακαδημαϊκή σας πορεία, την διδασκαλία σας, έχετε θεατρική συγγραφική διαδρομή μαζί με την Ιόλη Ανδρεάδη ενώ συχνά επανέρχεστε στο θέατρο που γεννάται ως δραματουργία από την πραγματική έρευνα σε υπαρκτά πρόσωπα ή γεγονότα.
Πράγματι και στο θέατρο, στη δουλειά που κάνουμε με την Ιόλη πάνω στη συγγραφή πρωτότυπων θεατρικών έργων, αυτό που μας ενδιαφέρει πολύ και μας κινητοποιεί είναι αυτό που δεν λέγεται, αυτό που αποσιωπάται. Γιατί η αποσιώπηση είναι μια αόρατη, αλλά πολύ σκληρή μορφή εξουσίας. Όπως στην περίπτωση του έργου που γράψαμε για τη Φιλική Εταιρεία, όταν προτιμήσαμε να μην αναφερθούμε καθόλου στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά να εστιάσουμε στις ζωές των ανθρώπων πριν μπουν στον αγώνα και στο τι απέγιναν μετά την επανάσταση. Δεν θέλαμε να μιλήσουμε για κατορθώματα, αλλά για τις αιτίες που τα γενούν και πώς καταλήγουν εκείνοι που τα κάνουν.
Ισορροπείτε μεταξύ Θεάτρου, Επιστήμης, Επικοινωνίας (για χρόνια διευθυντής επικοινωνίας όπως του Θεάτρου Τέχνης κτλ.). Πώς διαμοιράζετε τον εαυτό και την διανοητική σας εργασία;
Είναι αλήθεια πως η πνευματική εργασία, ειδικότερα όταν διαμοιράζεται σε διαφορετικούς τομείς, απαιτεί πολλές θυσίες για να μην εκπέσει η ποιότητά της. Από την άλλη, είναι και μια σωτήρια συναλλαγή. Γιατί αλλιώς διαχειρίζεσαι τα επιστημονικά σου παραδείγματα όταν έχεις την πραγματική εμπειρία της εργασίας σε μια αγορά, όπως είναι το θέατρο, και ταυτόχρονα αλλιώς αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες ή τις συμπεριφορές της αγοράς όταν τις έχεις ερευνητικά και βιβλιογραφικά θεωρητικοποιήσει, «ξανασυναντήσει».
 Ποια ιδιότητα σας επικρατεί;
Γράφω. Αυτό κάνω. Και αυτή είναι μια ιδιότητα, νομίζω, που εσωκλείει και τις υπόλοιπες.