Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει γεμάτα τα χέρια της. Η μόνιμη πρόκληση μιας αναθεωρητικής Τουρκίας, οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και η αναζωπύρωση των μεταναστευτικών ροών από τη κατεύθυνση της Λιβύης, απ’ όπου τελευταία αναδύεται και ο σοβαρός κίνδυνος μιας αποδοχής του τουρκολιβυκού συμφώνου από το σύνολο των εγχώριων κέντρων εξουσίας, μονοπωλούν και δικαιολογημένα την προσοχή της Αθήνας. Στα βόρεια σύνορά μας τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Οι σχέσεις με τη Σόφια παραμένουν σταθερά καλές, όπως υπογράμμισε και η πρόσφατη διμερής, πενταετής συμφωνία για τα νερά του Άρδα, που σε μεγάλο βαθμό ικανοποιεί τα ελληνικά συμφέροντα. Στη Βόρεια Μακεδονία, η «διακηρυκτική απόρριψη» της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη νέα κυβέρνηση που προέκυψε πριν από ένα σχεδόν χρόνο έχει υποχωρήσει και οι διμερείς σχέσεις έχουν επιστρέψει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς «ρεαλισμού», που προτάσσει τη διμερή συνεργασία σε επιλεκτικούς τομείς όπως η ενέργεια και οι υποδομές.
Εξαίρεση ωστόσο αποτελεί η σημερινή Αλβανία. Ο Έντι Ράμα πολιτικά κυρίαρχος από το 2013 και σήμερα «δρέπει τις δάφνες» της εικόνας ενός εκσυγχρονιστή πολιτικού που έχει βάλει την Αλβανία σε σταθερή πλώρη για ένταξη στην ΕΕ. Εχει μάλιστα καλλιεργήσει μια ιδιαίτερα θετική εικόνα και στο εξωτερικό, με μια πετυχημένη προσωπική διπλωματία «εξυπηρετήσεων» σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία με τη συμφωνία για τη κατασκευή δύο κέντρων υποδοχής μεταναστών στην Αλβανία. Οι εξαιρετικές επιδόσεις του αλβανικού τουρισμού επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό τη βελτιωμένη εικόνα της Αλβανίας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, ωστόσο, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένες, με σημαντικά ζητήματα, όπως η επιστροφή των περιουσιών σε Έλληνες της Χειμάρρας ή ιδιαίτερα η υπογραφή του συνυποσχετικού για την οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών θαλάσσιων συνόρων να μην προχωρούν ουσιαστικά.
Η παρελκυστική τακτική που συστηματικά ακολουθεί η κυβέρνηση Ράμα στα ζητήματα αυτά έχει εύλογα καλλιεργήσει έναν έντονο σκεπτικισμό στην ελληνική κοινή γνώμη για τις πραγματικές προθέσεις των Τιράνων. Επιπλέον φέρνει την Αθήνα αντιμέτωπη με το ερώτημα της στάσης που θα πρέπει να κρατήσει απέναντι στην ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας, που αποτελεί, ίσως, και τον τελευταίο μοχλό πίεσης πάνω στα Τίρανα ώστε να ακολουθήσει μια εποικοδομητική στάση.
Ολοι καταλαβαίνουμε ότι η προοπτική ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ έχει βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό της Αλβανίας και ότι έχει ενισχύσει την προσπάθεια οικοδόμησης ενός κράτους δικαίου που είναι απαραίτητο για την αλβανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής μειονότητας. Επιπλέον, η ίδια αυτή προοπτική ίσως έχει αποτρέψει και τον κίνδυνο μιας δορυφοροποίησης της Αλβανίας από την Τουρκία, με ό,τι και αν αυτό θα σήμαινε για την Ελλάδα. Ωστόσο αν συνεχιστεί η σημερινή παρελκυστική στάση των Τιράνων στα διμερή ζητήματα, δύσκολα θα βρεθεί ελληνική κυβέρνηση και ελληνικά πολιτικά κόμματα που θα συναινέσουν στην ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας.







