Επρεπε να χαθεί και ο δεκαπεντάμηνος Παναγιωτάκης για να υποπτευθούν οι Αρχές, ο Τύπος, η κοινή γνώμη την Ειρήνη Μουρτζούκου; Είχαν προηγηθεί, σε βάθος δεκαετίας, άλλοι τέσσερις αιφνίδιοι θάνατοι βρεφών με την ίδια παρούσα.

Επρεπε να τελειώσει μαρτυρικά η ζωή και της Τζωρτζίνας για να αρχίσουν να διατυπώνονται ερωτήματα αναφορικά με τη Ρούλα Πισπιρίγκου; Το πρώτο μάλιστα δημοσίευμα σε εφημερίδα καμιά νύξη δεν είχε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Αναφερόταν σε ένα τραγικό ζευγάρι στην Πάτρα, που θρήνησε τρεις κόρες, τη μια μετά την άλλη…

Και καλά η Πισπιρίγκου. Είχε φτιάξει το προσωπείο μιας νέας δυναμικής γυναίκας, που τη χτυπάει αλύπητα η μοίρα, όμως εκείνη πέφτει και ξανασηκώνεται. Και μάλλον έπειθε. Τους πιο καλόπιστους τουλάχιστον. Διέθετε ομολογουμένως άνεση η Ρούλα μπροστά στον φακό, σκηνοθετούσε τον εαυτό της και τον σύζυγό της καταλλήλως. Η υπερβολική ευφράδεια και φιλαρέσκεια μάλλον της γύρισε μπούμερανγκ…

Η Μουρτζούκου όμως; Δεν γινόταν επί τη εμφανίσει ολοφάνερο ότι κάτι πολύ στραβό συνέβαινε μέσα της; Μόνο το βιογραφικό της να διάβαζε κανείς θα σοκαριζόταν. Τραυματικά παιδικά χρόνια σε ένα περιβάλλον άκρως δυσλειτουργικό. Στα δεκατρία της το σκάει, περιπλανιέται στην Αθήνα, κοιμάται στους δρόμους, τελικά επιστρέφει στη γιαγιά της. Στα δεκατέσσερα παρατάει το σχολείο. Πώς βγάζει το ψωμί της έκτοτε; Πώς φτάνει να τεκνοποιεί σαν στην τύχη, με άνδρες εντελώς περαστικούς από τη ζωή της; «Πατρός αγνώστου» και τα δυο παιδιά της…

Δεν βρέθηκε ένας συγγενής, ένας γείτονας να ανησυχήσει; Οι καθηγητές της τι έκαναν όταν δεν εμφανίστηκε στην τρίτη γυμνασίου; Τη διέγραψαν απλώς από τους καταλόγους κι ας είναι η εννεατής εκπαίδευση υποχρεωτική; Η ίδια η μάνα της, η οποία έσπευσε να την κατονομάσει ως δολοφόνο, δεν είχε χρέος να ζητήσει εγκαίρως βοήθεια για την Ειρήνη που ήταν μονίμως ταραγμένη, που δεν φερόταν φυσιολογικά;

«Ψύλλοι στ’ άχυρα…» ίσως να πείτε. Αμ στους μικρούς, αμ στους μεγάλους τόπους, το ενδιαφέρον των γύρω συνήθως περιορίζεται στο κουτσομπολιό. Σχολιάζουν την εμφάνισή σου. Στήνουν αφτί για να μάθουν τι κάνεις και με ποιον στο κρεβάτι. Αν όμως σε ακούσουν να χτυπάς το παιδί σου, σπανίως κάποιος να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία. «Ου μπλέξεις» σηκώνουν τους ώμους. «Πώς φέρεται ο άλλος μες στο σπίτι του δεν μας πέφτει λόγος…». Διαβάζουμε όχι σπάνια τραγικές ειδήσεις για ανθρώπους που πέθαναν κατάμονοι, ξεχασμένοι από τους πάντες και τους βρήκαν μέρες αργότερα, από την αποφορά.

Τι θα μπορούσε να συμβεί; Να ξεκινήσει εκστρατεία ευαισθητοποίησης με σύνθημα «δεν αφήνουμε κανέναν στη μοίρα του»; Χλωμό. Η αδιαφορία στις πόλεις, η αποσιώπηση στα χωριά – «μη μας βγει το κακό όνομα», είναι βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες. Αντί να ποντάρει στους πολίτες, κάλλιο η ίδια η πολιτεία να αναλάμβανε ρόλο. Δυναμικά. Διά της κοινωνικής πρόνοιας.

Θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο εάν οι υπηρεσίες του αρμόδιου υπουργείου επέβλεπαν διακριτικά αλλά ουσιαστικά τις προφανώς προβληματικές οικογένειες. Πώς θα τις επεσήμαιναν; Από τη συμπεριφορά των παιδιών στο σχολείο. Καθρέφτης είναι τα παιδιά για όσα συμβαίνουν στα σπίτια τους. Κι ας μην τολμούν να καταγγείλουν ό,τι τα πληγώνει. Και ας διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια.

Οι κοινωνικοί λειτουργοί θα επενέβαιναν σε περιπτώσεις κακοποιητικών συμπεριφορών. Θα παρείχαν ψυχολογική υποστήριξη. Και πρακτικές ενίοτε λύσεις. Η Μουρτζούκου δεν θα αφηνόταν αβοήθητη, να βυθιστεί στο έρεβος. Κι εκείνη ακόμα η Ειρήνη, η κατά συρροήν παιδοκτόνος, υπήρξε σχετικά πρόσφατα παιδί.

Πρέπει να αλλάξει το νομικό πλαίσιο για να λυθούν τα χέρια των αρμόδιων; Να αλλάξει λοιπόν. Το ταχύτερο.

Το αστείο είναι ότι κάποιος κοινωνικός λειτουργός είχε πάει, σε χρόνο σχετικά ανύποπτο, στο σπίτι της Ρούλας Πισπιρίγκου. Τα είχε βρει όλα εντάξει, ουδέν μεμπτόν είχε παρατηρήσει. Γιατί; Διότι η επίσκεψη ήταν προγραμματισμένη. Της είχαν κλείσει ραντεβού. Της είχαν δώσει τον απαραίτητο χρόνο για να φορέσει τη μάσκα, να προβάρει τα λόγια της.