Ο “Superman” (Superman Legacy, ΗΠΑ, 2025), με στόχο την ανανέωση του υπερήρωα των DC Comics, αφήνει την εντύπωση ότι είναι μια ταινία προσαρμοσμένη στις συνθήκες της εποχής μας. Είναι επίσης η ταινία που εγκαινιάζει τα στούντιο DC. Βασική ιδέα εδώ είναι ότι ο Superman (τον οποίο υποδύεται για πρώτη φορά ο Ντέιβιντ Κόρενσουετ θυμίζοντας σωσία του ηθοποιού που αντικατέστησε, Χένρι Καβίλ) έχει την εικόνα ενός γαλαξιακού μετανάστη ο οποίος εστάλη από τον πλανήτη του, τον Crypto, στη Γη προκειμένου να τη βοηθήσει να λύσει τα προβλήματά της. Απέναντί του υπάρχει το απόλυτο κακό, που είναι άνθρωπος, ο Λεξ Λούθορ (Νίκολας Χάουλτ), ένας μεγαλοεπιχειρηματίας της νοοτροπίας Ντόναλντ Τραμπ, λυσσασμένος μέχρι το κόκαλο για όλα και υποστηρικτής της θεωρίας ότι το μυαλό νικά τη δύναμη.
Αυτός είναι που θα κάνει τη ζωή πατίνι στον Superman, τον οποίο μάλιστα ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γκαν αποδομεί μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Οι σκηνές του Superman σε κρίση είναι ισάριθμες με εκείνες όπου τον βλέπουμε, πράγματι, να σώζει τον κόσμο κρατώντας με τα χέρια του ουρανοξύστες που καταρρέουν.
Η κρίση του Superman μας σερβίρεται με το «καλημέρα». Στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, ενώ ακούμε τη φωνή του αφηγητή να λέει ότι ο Superman χάνει για πρώτη φορά, τον βλέπουμε να πέφτει από τον ουρανό και να τσακίζεται στη γη μέσα στα αίματα. Και αυτή θα είναι μόνο η αρχή. Αργότερα θα παραμορφωθεί, θα φυλακιστεί, θα φάει ξύλο και θα ευλογήσει τον θεό του πλανήτη Crypto για την ύπαρξη του σκύλου του (με το ίδιο όνομα) που θα τον σώσει ουκ ολίγες φορές. Και μιλάμε για ένα σκυλάκι λίγο μεγαλύτερο από τον Ιντεφίξ του Οβελίξ στον «Αστερίξ»!
Τελικά, στις λεπτομέρειες και τα κλεισίματα του ματιού της ταινίας θα βρεις, αν δεν είσαι φαν του “Superman”, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη νέα αυτή υπερπαραγωγή. Προβλέψιμα, όλο το υπόλοιπο κομμάτι της, δηλαδή εκείνο των οπτικοακουστικών εφέ και των σκηνών δράσης, είναι σε όλα ένας καταιγιστικός θόρυβος, υπερβολικός σε όλα του, που μπορεί να γίνει απλώς κουραστικός.
Ο θρύλος Αζναβούρ
Αυτό ακριβώς που περιμένεις από τον «Κύριο Αζναβούρ» (Monsieur Aznavour, Γαλλία, 2025) είναι αυτό ακριβώς που παίρνεις. Γυρισμένη με γραμμική αφήγηση, αυτή η ακαδημαϊκά φτιαγμένη ταινία των Μεχντί Ιντίρ, Γκραν Κορ Μαλάντ στέκεται στις σημαντικές στιγμές της ζωής του γαλλοαρμένιου τραγουδιστή και στιχουργού Σαρλ Αζναβούρ, ο οποίος υπήρξε ένας θρύλος του γαλλικού τραγουδιού με παγκόσμια απήχηση. Ενας θρύλος που «ανασταίνεται» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο επτά χρόνια μετά τον θάνατό του (ο Αζναβούρ πέθανε σε ηλικία 94 ετών). Ανθρωπος που ενώ μεγάλωσε στη φτώχεια, τον ρατσισμό, ακόμα και το bullying για το ύψος του, δεν έχασε ποτέ το χαμόγελο και την αυτοπεποίθησή του. Θα παλέψει μόνος εναντίον όλων και θα νικήσει, όχι φυσικά χωρίς εμπόδια, τα οποία προέκυψαν ακόμα και την εποχή που ήταν μεγάλη φίρμα. Με τη μάλλον ριψοκίνδυνη επιλογή του Γαλλοαλγερινού Ταχάρ Ραχίμ στον ρόλο του Αζναβούρ (δεν του μοιάζει ιδιαίτερα, αλλά αυτό δεν πειράζει), οι σκηνοθέτες κλιμακώνουν όμορφα την ταινία χρησιμοποιώντας σε σωστό timing τις διάσημες επιτυχίες του Αζναβούρ: “La Bohème”, “Les Comédiens”, “She”, “For Me Formidable”, “Hier Encore” κ.ά. Θέλουν να αφηγηθούν ένα βιογραφικό δράμα, αλλά την ίδια ώρα να φτιάξουν το κέφι του θεατή. Η χρήση των τραγουδιών σε αυτή την ταινία είναι τόσο συχνή όσο και των τραγουδιών στο «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Από τα καμπαρέ της πλάκας, στο πλευρό της Εντίθ Πιάφ (πολύ καλή η Μαρί Ζουλί Μποπ στον ρόλο), από τον εξευτελισμό που ο Αζναβούρ δέχθηκε από τους Γερμανούς στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την απομάκρυνσή του από τον Πιερ Ρος (Μπαστιέν Μουιγιόν) για το δύσκολο αλλά πολύ πιο φιλόδοξο μονοπάτι μιας σόλο καριέρας, η ταινία χωρίς να είναι ακριβώς αγιογραφία δείχνει τον θαυμασμό της για τον Αζναβούρ, τονίζοντας συγχρόνως τις ανθρώπινες αδυναμίες και ιδιαίτερα τη μόνιμη ανασφάλειά του. Οταν τελειώνει, θες να πας να ακούσεις ξανά τις επιτυχίες του. Και προσωπικά αυτό ακριβώς έκανα.
Στα σαγόνια του καρχαρία
Παρακολουθώντας το αυστραλέζικο θρίλερ «Επικίνδυνα πλάσματα» (Dangerous Animals, 2025), το μυαλό σου αναπόφευκτα θα πάει στα αριστουργηματικά «Σαγόνια του καρχαρία» (1975) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος με μια αποκαλυπτική μαστοριά δημιούργησε κατάσταση τρόμου σε μια παραθαλάσσια πόλη της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ που βρίσκεται υπό την απειλή ενός τεράστιου λευκού καρχαρία. Τα σαγόνια του καρχαρία παίζουν ρόλο και σε αυτό το καλογυρισμένο b movie του Σον Μπάιρν που βλέπουμε από σήμερα, μόνο που εδώ ο καρχαρίας είναι απλώς το όπλο που ικανοποιεί την ανθρώπινη τρέλα, τη διαστροφή ενός serial killer (Τζέι Κόρτνεϊ), ο οποίος ηδονίζεται να βιντεοσκοπεί τα πεινασμένα θαλάσσια πλάσματα ενώ καταβροχθίζουν τα θύματά του. Ο Μπάιρν ακολουθεί καλά τα βήματα μιας κλασικής ταινίας εκδίκησης αφού στο αμπάρι του πλοίου του δολοφόνου βρίσκεται η νεαρή αμερικανίδα surfer (η Χάσι Χάρισον με look που θυμίζει έντονα την Τζένιφερ Λόρενς στα πολύ νιάτα της), την οποία προορίζει για μεζέ των καρχαριών. Ολοι μπορούμε να φανταστούμε την κατάληξη. Ομως η ιδέα του βασανιστηρίου των θυμάτων του θεοπάλαβου δολοφόνου ενώ κρέμονται από τον γερανό του σκάφους περιμένοντας να τα φάει ο καρχαρίας είναι τόσο διεστραμμένη, που τελικά η ταινία καταντά απωθητική.
Ωραία φωτογραφισμένο χάος
Ο Τζέικομπ Ελόρντι, ένας από τους πιο hot νέους ηθοποιούς της εποχής μας (“Priscilla”, “Saltburn”), ποζάρει διαρκώς α λα Τζέιμς Ντιν στην ταινία «Η καρδιά ενός τζογαδόρου» (On Swift Horses, ΗΠΑ, 2024), και αυτό εν μέρει το αποδέχεσαι, αφού η εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία της είναι η δεκαετία του 1950, η ίδια με εκείνη στην οποία ο «Επαναστάτης χωρίς αιτία» μεσουρανούσε. Ομως τι ακριβώς είναι η ιστορία αυτής της ταινίας; Mε βεβαιότητα θα πω ότι πρόκειται περί χάους. Σε όλα. Χάος στις ανθρώπινες σχέσεις, χάος στις σεξουαλικές προτιμήσεις, χάος στις επιθυμίες, χάος στην κοινωνία γενικώς, χάος όμως και στο σενάριο των Σάνον Πιούφαλ, Μπράις Κας που μάλλον δυσκολεύει τον σκηνοθέτη Ντάνιελ Μίναχαν να βρει έναν σταθερό άξονα. Αν κάτι ο σκηνοθέτης καταφέρνει, είναι να μας κάνει συμμέτοχους σε μια χώρα «θολής ενέργειας», την οποία αλωνίζει ένας πρώην πολεμιστής στην Κορέα (Ελόρντι) αναζητώντας το εύκολο χρήμα ως τζογαδόρος – κομπιναδόρος και το περιστασιακό σεξ. Με άνδρες, γυναίκες, με ό,τι να ‘ναι. Βεβαίως στο πίσω μέρος του μυαλού του βρίσκεται η πόρτα τού σπιτιού τού μεγαλύτερου αδελφού του (Γουίλ Πάουλτερ), ο οποίος είναι ακριβώς το αντίθετο: θέλει το αμερικανικό όνειρο. Επιχείρηση, μια καλή γυναίκα (Ντέιζι Εντγκαρ Τζόουνς), παιδιά ίσως. Ομως είναι πολλά και τα μυστικά στο σπίτι του μεγάλου αδελφού, με τη γυναίκα να μην ξέρει τι θέλει και να έλκεται από τον Ελόρντι, όπως και από… γυναίκες την ώρα που έχει γίνει άσος του τζόγου στον ιππόδρομο. Οπως είπα, χάος, ωραία φωτογραφισμένο ωστόσο, αυτό το δίνεις στην ταινία…
Φανατισμένος φεμινισμός
Ενας τίτλος ταινίας όπως «Οι μπαλκονάτες» (Les femmes au balcon, Γαλλία, 2024) είναι σίγουρα ιντριγκαδόρικος, κρίμα όμως που το αποτέλεσμα δεν σε δικαιώνει. Σαν μουτρωμένα ζόμπι στον «ανδροκρατούμενο» κόσμο της Μασσαλίας, οι τρεις γυναίκες του τίτλου (Νοεμί Μερλάν, Σαντρά Κοντρενού, Σουεϊλά Γιακούμπ) προσπαθούν να πάρουν το αίμα τους πίσω για τα «δεινά» που έχουν τραβήξει από τους «κακούς» άντρες. Οπότε σοροί αντρών προκύπτουν από τη μια στιγμή στην άλλη (μάλιστα, η ταινία ξεκινάει με μια στυγνή δολοφονία πριν καν τα ζενερίκ αρχής) και οι νευρωτικές αυτές κυκλοφορούν γυμνόστηθες στον δρόμο και ενώ βρίζουν, φωνάζουν, ουρλιάζουν απελπισμένες για το δίκιο τους, την ίδια ώρα κλαίνε και γκρινιάζουν για τις πράξεις τους. Είναι γυναίκες που δεν ξέρουν τι θέλουν αλλά κυριαρχούν σε μια ταινία που ξέρει ακριβώς τι θέλει: να κάνει «ντα» στους άντρες! Ασπίδα της το «μαύρο» χιούμορ και το «απελευθερωμένο» πλέον από τα ανδρικά δεσμά γυναικείο θράσος. Μια γαλλική ταινία που επιδιώκει να περάσει «μηνύματα» σύγχρονου φεμινισμού, λες και αποτελεί παραγγελιά του #MeToo ή κάποιας άλλης παρεμφερούς οργάνωσης. Και όμως, η πολύ καλή ηθοποιός Νοεμί Μερλάν που πρωταγωνιστεί στον ρόλο της μιας από τις τρεις «μπαλκονάτες» αποπειράται εδώ τη δεύτερη σκηνοθεσία της σε μεγάλου μήκους ταινία, ενώ η Σελίν Σιαμά, σκηνοθέτις της Μερλάν στην υποψήφια για Οσκαρ διεθνούς ταινίας «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται», έχει συνεργαστεί μαζί της στο σενάριο. Πώς προέκυψε αυτό το χάος; Είναι πραγματικά άξιο απορίας. Μήπως όμως η απάντηση βρίσκεται στο ότι στράτευση σημαίνει φανατισμός και ο φανατισμός θολώνει πάντα τη ματιά;
Τρεις επανεκδόσεις
«Τα πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ» (La passion de Jeanne d’Arc, Γαλλία, 1928).
Ο δανός σκηνοθέτης Καρλ Ντράγιερ (1889-1968), ένας από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς δημιουργούς του υπερβατικού κινηματογράφου (το χαρακτηριστικό στυλ του αποτυπώνεται στη συνεχή και προσεκτική χρήση των κοντινών πλάνων), βασίστηκε εδώ στα καταγεγραμμένα πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης για να περιγράψει με ιστορική ακρίβεια τα περιστατικά γύρω της. Αλλά την ίδια ώρα, νιώθεις την αφήγηση να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και τον Ντράγιερ να κάνει τον θεατή συμμέτοχο στη διανοητική και συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας που υποδύεται σε μια ερμηνεία για την οποία δεν χωράνε λόγια η Μαρία Φαλκονέτι. Συμμετέχουμε, συμπάσχουμε, νιώθουμε στο πετσί μας τα πάθη της, ερχόμαστε και εμείς αντιμέτωποι με τα μύχια της ψυχής της σε μια ταινία που παρά την ηλικία της, διατηρεί ακέραιη τη γοητεία της και έχει επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους σκηνοθέτες (μεταξύ των οποίων και ο Ντέιβιντ Φίντσερ στο τρίτο «Alien»).
«Νύχτα αγωνίας» (Spellbound, ΗΠΑ, 1945). Ενας άνθρωπος με «ψεύτικη» ταυτότητα (Γκρέγκορι Πεκ), μια μυστηριώδης εξαφάνιση και ένας κεραυνοβόλος έρωτας σε ψυχιατρείο (ανάμεσα στον ασθενή του Πεκ και τη γιατρό της Ινγκριντ Μπέργκμαν), είναι τα υλικά με τα οποία ο μετρ του κινηματογραφικού σασπένς Αλφρεντ Χίτσκοκ (1899 – 1980) δημιούργησε αυτή την υπέροχη ταινία μυστηρίου για την επίλυση του οποίου χρησιμοποιεί την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική. Κορυφαία σκηνή της ταινίας ένα όνειρο του Πεκ το οποίο εικονογράφησε ο ισπανός σουρεαλιστής Σαλβαδόρ Νταλί. Η ανάλυση του ονείρου θα οδηγήσει στην άρση της απώθησης των τραυματικών εμπειριών του κεντρικού ήρωα σε αυτή την κλασική ταινία, που απεικονίζει την έντονη συμβολή των ψυχαναλυτικών συλλήψεων στον σύγχρονο τρόπο θέασης και κατανόησης του ανθρώπινου ψυχισμού.
«Η ώρα του λύκου» (Vargtimmen, Σουηδία, 1969). Η ταινία μέσω της οποίας ο σουηδός σκηνοθέτης Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) περισσότερο από κάθε άλλη φορά «φλέρταρε» με τον μεταφυσικό τρόμο, στηρίζεται σε έναν παλιό λαϊκό μύθο των Σκανδιναβών, σύμφωνα με τον οποίο η ώρα που ορίζει ο τίτλος είναι το διάστημα ανάμεσα στο σκοτάδι και την αυγή (γύρω στις 3 με 5 το πρωί). Ο μύθος λέει ότι είναι η «ώρα των περισσότερων θανάτων και των πιο τρομερών εφιαλτών». Μέσω της ιστορίας ενός ζωγράφου (Μαξ Φον Σίντοφ) που ζει με τη γυναίκα του (Λιβ Ούλμαν) σ’ ένα απομονωμένο νησί όπου βασανίζεται από αϋπνία και τρομακτικούς εφιάλτες, ο Μπέργκμαν (έχοντας μάλιστα ο ίδιος βιώσει προσωπικά μια παρόμοια εμπειρία), εξερευνά υπό διαφορετικές συνθήκες την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής και τις εσωτερικές μάχες μας και καταθέτει ένα ακόμα κινηματογραφικό ψυχογράφημα που πολύ συχνά σου κόβει την ανάσα με τις ωμές αλήθειες του.







