Κατέβαινες δυο-τρία σκαλιά. Ο χώρος ήταν μικρός μα οι τίτλοι των βιβλίων τον μεγέθυναν. Γκι Ντεμπόρ, «Η Κοινωνία του Θεάματος». Ολιβιέ Λισαγκαρέ, «Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας». Τσόμσκι. Μπούκτσιν. Αλλά και Μποντλέρ. Κροπότκιν. Σερζ. Καμί. Οργουελ. Το μικρό υπόγειο βιβλιοπωλείο της οδού Βαλτετσίου, είχε προηγηθεί το ίδιο στη Ζωοδόχου Πηγής, ήταν παραπάνω από ένα σημείο πώλησης βιβλίων. Ο ιδιοκτήτης και αιωνίως καθισμένος πίσω απ’ το ταμείο, με το διερευνητικό βλέμμα και τα ζυγισμένα λόγια, διαφοροποιούσε το μέρος.
Ο Γιώργος Γαρμπής, εκδότης, ελευθεριακός και αναρχικός, ήταν εκ των προσώπων που έφτιαξαν τον μύθο της πλατείας Εξαρχείων. Προσέξτε: τον μύθο μιας πλατείας που δομήθηκε πάνω στη διακίνηση ιδεών. Σε μια πραγματικότητα που στο κέντρο της είχε το βιβλίο ακόμη και τη δεκαετία του ’90 που ο γράφων κατέβαινε συχνά τα σκαλιά του βιβλιοπωλείου Ελεύθερος Τύπος. Και τώρα που ο Γαρμπής έφυγε για πάντα στα 78 του μια μελαγχολία σε κυριεύει. Οχι παρελθοντικού τύπου ή ρομαντικοποίησης της νιότης (μας). Διανοούμενος με σπουδές σε Πάντειο και Αγγλία (Λονδίνο, Μπρίστολ) και συμμετοχή στο αντιδικτατορικό και μεταπολιτευτικό κίνημα, ο Γαρμπής μαζί με τη Διεθνή Βιβλιοθήκη, τον Λεωνίδα Χρηστάκη, τον Πρωτοψάλτη και τόσους ακόμη καλλιέργησαν έναν βιότοπο ιδεών και αντιθέσεων. Μια πραγματικότητα αυτομόρφωσης και κοινοτισμού που σήμερα στην εποχή της ατομικής οθόνης και του άκοπου σκρολαρίσματος μοιάζει και μακρινή και σχεδόν ουτοπική.
Τα Εξάρχεια πολύ πριν γίνουν τόπος μηδενισμού, μετά σκοτεινού δισκοπότηρου για τις εξουσίες και την καταστολή τους ή σήμερα ταχύτατου χωροταξικού συνεχούς εστίασης και airbnb, ήταν μια ζώνη ανησυχίας, τέχνης, συνάντησης και προφορικότητας. Μεταγενέστερες εξουσίες, για να φοβίσουν τον μέσο πολίτη επένδυσαν σε μια στρατηγική τρόμου και «γαλατικού χωριού των μπάχαλων» (βοήθησαν και διάφοροι μπάχαλοι βέβαια). Φτιάξανε το αφήγημα της «ασφάλειας» στην πλάτη μιας περιοχής που συσπείρωνε μικρά βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους, οργανώσεις, συλλογικότητες, στέκια για όλα τα βαλάντια. Φτάσανε με τα σχέδιά τους να την περιφράξουν με λαμαρίνες – η «λαμαρίνη» σκοτώνει – για να κατασκευάσουν στάση του μετρό διαλύοντας κάθε έννοια δημόσιου χώρου. Τα τελευταία χρόνια ο Γαρμπής άνοιγε το βιβλιοπωλείο όλο και πιο αραιά. Μια μικρή ταμπελίτσα στο τζάμι έγραφε πως θα τον έβρισκες μόνον Πέμπτη απόγευμα. Τα Εξάρχεια παρέμεναν ζωντανά αλλά πια υπό τους ήχους των μπαρ και των μπραντσάδικων. Μέχρι και θεματικές ξεναγήσεις γίνονται εδώ, experience tours. Η είδηση του θανάτου του Γαρμπή ξύπνησε μνήμες και από κοντινούς του ανθρώπους και συντρόφους. Αλλά και από όσους χρωστούν και σε αυτόν μια κατά κεφαλήν καλλιέργεια και αναζήτηση. Η Ιστορία των Εξαρχείων δεν θα γραφτεί από τους παραχαράκτες ή τους εξουσιαστές. Και μια σελίδα της ανήκει στον Γιώργο.







