«Ζούμε σε πολύ επικίνδυνους και δύσκολους καιρούς. Η Ρωσία αποτελεί ήδη άμεση απειλή για την ΕΕ. Παραβιάζει τον εναέριο χώρο μας, διεξάγει προκλητικούς στρατιωτικούς ελιγμούς κοντά στα σύνορα της ΕΕ, στοχοθετεί τα τρένα και τα αεροπλάνα μας, επιτίθεται στους αγωγούς μας, τα υποθαλάσσια καλώδια οπτικών ινών και τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, επιτίθεται στη βιομηχανία μας, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών που υποστηρίζουν την Ουκρανία, και στρατολογεί εγκληματίες για να πραγματοποιήσουν επιθέσεις δολιοφθοράς, ενώ ενισχύει σταθερά τις στρατιωτικές της δυνάμεις και επεκτείνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Πέρυσι, η Ρωσία δαπάνησε περισσότερα για την άμυνα από ό,τι όλα τα κράτη της ΕΕ Ενωσης μαζί. Φέτος, η Ρωσία ξοδεύει περισσότερα για την άμυνα από ό,τι για τη δική της υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και κοινωνική πολιτική μαζί. Είναι ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για μια μακροπρόθεσμη επίθεση. […] Για να μνημονεύσω τον φίλο μου, γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε: αν δεν βοηθήσουμε περαιτέρω την Ουκρανία, θα πρέπει όλοι να αρχίσουμε να μαθαίνουμε ρωσικά».

Αμυντικές δαπάνες

Η προειδοποίηση που απηύθυνε χθες η Κάγια Κάλας μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ η Ουκρανία πενθούσε για τους 28 νεκρούς του προχθεσινού ρωσικού πλήγματος στο Κίεβο, ήταν ξεκάθαρη. Η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας ήθελε με τον τρόπο αυτόν να τονίσει τη σημασία του 18ου κατά σειρά πακέτου κυρώσεων εις βάρος της Μόσχας που προτείνει η ΕΕ, αλλά και την ανάγκη να εργασθούν οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ προς τον νέο στόχο του 5% του ΑΕΠ, όσον αφορά τις αμυντικές τους δαπάνες. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει απειλή που να μην μπορούμε να ξεπεράσουμε αν ενεργήσουμε από κοινού και μαζί με τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ» διαβεβαίωσε. Είναι, ωστόσο, ένα μεγάλο «αν». Γιατί, ακόμα και αν προσπεράσει κανείς τους διχασμούς που υπάρχουν στους κόλπους της ΕΕ, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Εγινε άλλωστε κάτι περισσότερο από καταφανές με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του G7 στον Καναδά, με τον Τραμπ να ασκεί βέτο σε ένα κοινό ανακοινωθέν για την Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι η διατύπωση ήταν υπερβολικά αντιρωσική και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις διαπραγματεύσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, και να αναχωρεί τελικά πρόωρα «εξαιτίας της κατάστασης στη Μέση Ανατολή», παρότι ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι ταξίδευε αεροπορικώς 8.000 χιλιόμετρα με την ελπίδα να τον συναντήσει.

Ο οικοδεσπότης της Συνόδου, ο καναδός πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ, αναγνώρισε πως το G7 θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα όσον αφορά τη στήριξή του στην Ουκρανία. Από την πλευρά του, ο Ζελένσκι είπε στους ηγέτες που είχαν απομείνει στα Βραχώδη Ορη ότι «η διπλωματία βρίσκεται τώρα σε κατάσταση κρίσης», προτρέποντάς τους να συνεχίσουν να ζητούν από τον Τραμπ «να ασκήσει την πραγματική του επιρροή» ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος. Ομως, μετά τη νέα τηλεφωνική επικοινωνία που είχε προχθές, κατά δήλωσή του, με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο αμερικανός πρόεδρος αποκάλεσε και τη Ρωσία και την Ουκρανία «ηλίθιες».

Χρυσή ευκαιρία

Οπως σημειώνει η «Guardian», o Ζελένσκι θεωρούσε τη Σύνοδο Κορυφής του G7 ως μία από τις δύο χρυσές ευκαιρίες να ασκηθεί συλλογική δυτική πίεση στον Τραμπ για να πει το «ναι» σε βαρύτερες κυρώσεις στη Μόσχα και να συζητηθούν τα σχέδια της Ουκρανίας να αγοράσει συστήματα αεράμυνας και όπλα αξίας 30-50 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ ως μια μορφή εγγυήσεων ασφαλείας. Παράλληλα, ο Ζελένσκι επιδίωκε τη συμφωνία των ΗΠΑ για τη μείωση του πλαφόν στο ρωσικό αργό στα 45 δολ./βαρέλι από 60 δολάρια σήμερα, σε μια προσπάθεια να μειωθούν τα ρωσικά έσοδα από το πετρέλαιο. Σε συζητήσεις που είχε ωστόσο στη Σύνοδο πριν φτάσει εκεί ο ουκρανός πρόεδρος, ο Τραμπ εξέφρασε απροθυμία να επιβάλει περαιτέρω κυρώσεις, λέγοντας ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει «να το κάνουν πρώτοι» και ότι «οι κυρώσεις μάς κοστίζουν πολλά χρήματα, δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια». Επόμενη (πιθανή) «χρυσή ευκαιρία» για τον Ζελένσκι, η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί 24-25 Ιουνίου στη Χάγη – αν τελικά δώσει το «παρών» εκεί ο Τραμπ. Γιατί, όπως έλεγε ουκρανός αξιωματούχος, «υπάρχει ένας μόνιμος κίνδυνος να πέσει η Ουκρανία θύμα των γεγονότων και της αδυναμίας συγκέντρωσης προσοχής του Τραμπ».