Λίγες ημέρες πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν χθες στην Πορτογαλία, τις τρίτες κατά σειρά σε κάτι περισσότερο από τρία χρόνια, το περιοδικό «Expresso» είχε δημοσιεύσει δημοσκόπηση που έδειχνε το ακροδεξιό Chega («Αρκετά») του Αντρέ Βεντούρα να ισοψηφεί στην πρώτη θέση με την κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (AD) του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Λουίς Μοντενέγκρο, με 23%, στις προτιμήσεις μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας: των ψηφοφόρων 18-24 χρόνων. «Η άνοδος του Chega σηματοδοτεί το τέλος της αντιαυταρχικής πολιτικής κουλτούρας που επικρατούσε στην Πορτογαλία από την πτώση του καθεστώτος Σαλαζάρ. Επειτα από πενήντα χρόνια δημοκρατίας, οι νέοι έχουν χάσει τη μνήμη της δικτατορίας» σχολίαζε ο ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας Αντόνιο Κόστα Πίντο, καθηγητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας. Και το γεγονός αυτό είναι το σημαντικότερο και πλέον επίφοβο δίδαγμα των χθεσινών εκλογών, όπου σύμφωνα με τα έξιτ πολ, το Chega απέσπασε ένα 19,5% – 25,5% των ψήφων, βελτιώνοντας το ρεκόρ του 18,1% που είχε επιτύχει στις προηγούμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, τον Μάρτιο του 2024, και εδραιώνοντας τη θέση του ως τρίτη – ή και δεύτερη, σύμφωνα με ένα έξιτ πολ! – πολιτική δύναμη. Για να καταλάβει κανείς πόσο δρόμο διήνυσε αυτό το ακροδεξιό κόμμα, και πόσο σύντομα, αρκεί να αναλογιστεί πως στις εκλογές του 2019, λίγο μετά την ίδρυσή του, είχε αποσπάσει μόλις 1,4% και στις εκλογές του 2022 ένα 7,3%.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ