Ηταν ένα συγκλονιστικό πολιτικό, ιστορικό, ψυχικό, ολιστικά υπαρξιακό αποτύπωμα του Βέντερς πριν από πολλά χρόνια όταν έβαζε τους αγγέλους του να πετούν στον ουρανό πάνω από το διχοτομημένο ακόμα τότε Βερολίνο. Αόρατους στους ανθρώπους εκτός από τα παιδιά και ικανούς να διαπερνούν το Τείχος που χώριζε την πόλη, τη μόνη στην οποία εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημάδια του Πολέμου. Ενα ασπρόμαυρο Βερολίνο που πια δεν υπάρχει εδώ και χρόνια: η γκρίζα, μουντή μα αληθινά μοναδική στον κόσμο, μη κατατάξιμη μεταπολεμική διχρωμία του έδωσε άξαφνα, από το 1989, μόλις δύο χρόνια μετά το προφητικό εκείνο αριστούργημα, τη θέση της στο φως της πτώσης του Τείχους και, από το 1990, στην απαστράπτουσα γυαλάδα και τη νέα, ξανά ασυγκράτητη, γερμανική εθνική φιλοδοξία που γέννησε η επανένωση.

Πολλοί αγνοούν τον λόγο για τον οποίο το 1949 το καταστατικό κείμενο που δημιούργησε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με πρωτεύουσα τη Βόννη δεν ονομάστηκε Σύνταγμα από τους συντακτικούς νομοθέτες της μεταπολεμικής Γερμανίας αλλά «Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης». Ο λόγος όμως δεν ήταν κρυφός: τον εξηγούσαν οι ίδιοι ρητά στο ακροτελεύτιο άρθρο γράφοντας ότι το κείμενο δεν θα είναι «κανονικό» σύνταγμα μέχρι να επανενωθεί η Γερμανία. Και, αυτό, την επαύριο του πολέμου: μόλις, δηλαδή, είχαν χωριστεί! Για την ηττημένη Γερμανία, η οποία μόλις είχε χάσει τον (δεύτερο διαδοχικό) μεγαλύτερο και φρικτότερο πόλεμο στην Ιστορία, τον οποίο η ίδια είχε προκαλέσει, η άρση του διαχωρισμού που της είχε επιβληθεί ήταν απλώς θέμα χρόνου. Κάτι που ούτε φαντάζονταν οι άλλες χώρες και οι λαοί τους. Ποιος είχε δίκιο το ξέρουμε.

Αυτό που δεν ξέραμε σίγουρα είναι ότι οι άγγελοι του Βέντερς έφυγαν για πάντα πια από την αποκαρδιωτικά εντελώς αγνώριστη σημερινή γερμανική πρωτεύουσα, για όποιον ήξερε το Βερολίνο εκείνων των καιρών. Εφυγαν κι εκείνοι, όπως και κάθε άλλο σημάδι που έδειχνε τι έγινε σε αυτή την πόλη, όπως τι πέρασε και η ίδια, στον αιώνα που το Βερολίνο υπήρξε το κέντρο του κόσμου: από εκεί εκπορεύτηκαν όλες οι εξελίξεις που καθόρισαν (δυστυχώς πάντοτε ολοσκότεινα) την πορεία του κόσμου επί έναν αιώνα. Κι όμως, μετά την επανένωση και την ανοικοδόμηση, είναι τώρα πια πρακτικά αδύνατον να το δεις αυτό αποτυπωμένο στην πόλη, ενώ υπήρχε παντού. Αλλά από το 1990 και έπειτα εξαφανίστηκε συνειδητά και αποφασιστικά. Η ιστορία της εξαλείφθηκε σταδιακά από το πρόσωπό της. Παρέμεινε υπαρκτή μονάχα σε μερικά φουτουριστικά ή τουριστικού χαρακτήρα μνημεία, που πλέον παραπέμπουν σε μια απόμακρη, μη συνθέσιμη με αναφορές ουδετερότητα: δεν μπορείς πια να καταλάβεις τίποτα, ενώ μπορούσες. Η πόλη που έφερε πολύ καθαρά και έντονα πολλαπλά τα σημάδια της Ιστορίας δεν τα έχει πια: σβήστηκαν με τη γομολάστιχα των πολιτικών αποφάσεων για την εξουδετέρωση της παρουσίας του βάρους του παρελθόντος. Αυτό έχει ήδη επιτευχθεί, παρά τις οιμωγές των γερμανικών κυβερνήσεων.

Το ότι στο Βερολίνο, όπως και σε όλη τη Γερμανία, άρχισαν να βγαίνουν τα φαντάσματα στους δρόμους και να κόβουν πλέον εκείνα βόλτες στους όλο και πιο μαύρους ουρανούς το πιστοποιούν πολλές παράμετροι. Και την ευθύνη για αυτό την έχουν ασφαλώς όσοι κυβέρνησαν τη Γερμανία το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, δηλαδή, κατά μέγα μέρος, αυτή η μοιραία, δήθεν ευρωπαΐστρια, δήθεν «σοφή» γυναίκα, την οποία μετά την εισβολή του ενεργειακού εταίρου της Πούτιν στην Ουκρανία ουδείς πια εκτιμά: η Μέρκελ. Και φυσικά ο επίσης εξαφανισμένος τώρα κρυφός σκληρός ακροδεξιός εθνικιστής Σόιμπλε. Σε αυτή τη Γερμανία λοιπόν, η Ακροδεξιά τώρα καλπάζει ως δεύτερη ομοσπονδιακή πολιτική δύναμη σε όλες τις μετρήσεις, είναι ήδη το δεύτερο κόμμα μετά τις εκλογές στη Βαυαρία και στην Εσση με άνοδο ασταμάτητη, το 7% των πολιτών ζητά ανοιχτά δικτατορία, ενώ με την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ ο αντισημιτισμός σήκωσε κεφάλι. Ο Σολτς το παλεύει. Πολύ. Μα είναι πια αργά.