«Γκανμπέι!» (άσπρο πάτο) ευχήθηκε προς τους περίπου 800 καλεσμένους του την περασμένη Πέμπτη ο Σι Τζινπίνγκ, στο πλαίσιο της δεξίωσης που δόθηκε στη μεγαλοπρεπή μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου του Μεγάρου του Λαού, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πλατείας Τιενανμέν (της ουράνιας ειρήνης).

Σήκωσε δε το ποτήρι του για να πιει στη μακροζωία και τη δόξα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας – κι εκείνοι ανταπέδωσαν, έστω και αν αρκετοί εύχονται και επιδιώκουν το ακριβώς αντίθετο, αισθανόμενοι ότι απειλούνται από τη διαρκή ενίσχυσή της.

Υπενθυμίζεται ότι ήταν κάπου κοντά σε αυτό το σημείο, μπροστά στην πύλη που οδηγεί στην Απαγορευμένη Πύλη, που ο Μάο Τσετούνγκ είχε ανακηρύξει πριν από 74 χρόνια, την 1η Οκτωβρίου 1949, την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Θριαμβευτής στον πόλεμο κατά της εθνικιστικής Κουμιτάνγκ – η οποία αυτοεξορίστηκε στη σημερινή Ταϊβάν – ο Μάο έβαζε τότε τον θεμέλιο λίθο μιας χώρας η οποία, αρκετές δεκαετίες αργότερα, έμελλε να αλλάξει τον παγκόσμιο χάρτη διεκδικώντας ρόλο υπερδύναμης.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο σημερινός ηγέτης της Κίνας διεκδικεί την κληρονομία του Μάο και μια θέση στην ιστορία ανάλογη με τη δική του. Ούτε ότι πολλοί κρέμονται – κυριολεκτικά – από τα χείλη του και τις επιλογές του, καθώς γνωρίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει τις εξελίξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Γι’ αυτό και την ώρα που εισήλθε στην αίθουσα, έπαψε αυτομάτως κάθε συζήτηση και ψίθυρος, ενώ οι πάντες έστρεψαν προς αυτόν το βλέμμα τους, αναζητώντας αυτό το «κάτι» που θα μπορούσε να βγάλει τη μικρή ή τη μεγάλη είδηση.

Μετρημένος σε όσα είπε

Αυτό, φυσικά, δεν συνέβη, καθώς ο Σι εμφανίστηκε μάλλον χαλαρός και ήταν μετρημένος στα λεγόμενά του, όπως αναφέρει το αποκλειστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «El Pais».

Αφού ευχαρίστησε όλες τις «εθνικές ομάδες» που κατοικούν στη χώρα και «τους φίλους της Κίνας στον κόσμο οι οποίοι νοιάζονται γι’ αυτήν και τη στηρίζουν», επανέλαβε αυτό που έχει πει πολλές φορές: στα 74 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την ίδρυσή της, η χώρα έχει διανύσει τον δρόμο «από τη φτώχεια προς τη σχετική ευημερία σε όλα τα επίπεδα», κάτι που συνιστά από μόνο του «μεγάλη πρόοδο».

Απονέμοντας δε τα εύσημα στον Μάο, διότι με τις πράξεις του έθεσε οριστικά τέλος στην αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση της Κίνας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αναφέρθηκε σε ένα θέμα που, για πολλούς, θα κρίνει τη μελλοντική θέση της Κίνας και την υστεροφημία του ίδιου του Σι: την Ταϊβάν, ξεκαθαρίζοντας ότι η επανένωση μαζί της δεν μπορεί να «εμποδιστεί από καμία δύναμη».

Το «αγκάθι» της οικονομίας

Στο μεταξύ, βεβαίως, μέχρι να έρθει η ώρα που θα τεθεί επί τάπητος η τύχη της Ταϊβάν, ο Σι και η ηγετική ομάδα έχουν να διαχειριστούν ένα άλλο, εξαιρετικά σοβαρό και επικίνδυνο πρόβλημα: την επιβράδυνση της οικονομίας και τη «φούσκα» των ακινήτων, που έχει φτάσει να οδηγήσει στη χρεοκοπία ενός από τους πιο εμβληματικούς ομίλους της χώρας, της Evergrande.

Το πιθανότερο δε είναι πως αυτό το θέμα κυριαρχούσε στα «πηγαδάκια» προτού εισέλθει στην αίθουσα ο Σι, με πρωταγωνιστές γνωστές προσωπικότητες.

Ανάμεσά τους, τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, Νίκολας Μπερνς – ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει τη δύσκολη υπόθεση της απελευθέρωσης του στρατιώτη Τράβις Κινγκ που είχε εισέλθει στο έδαφος της Βόρειας Κορέας πριν από μερικούς μήνες – αλλά και την Ντίλμα Ρούσεφ. Την πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας η οποία είχε καθαιρεθεί με την κατηγορία της διαφθοράς, αλλά τώρα έχει τοποθετηθεί επικεφαλής της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας, του χρηματοοικονομικού «εργαλείου» των BRICS, με έδρα τη Σαγκάη.