Επενδυτές από όλες τις άκρες της γης προσελκύει πλέον η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με τα επενδυόμενα κεφάλαια να αυξάνονται συνεχώς καθώς το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας γίνεται πιο φιλικό και ξεπερνούνται σταδιακά εμπόδια που αποτελούσαν τροχοπέδη και αποθάρρυναν τους ξένους επενδυτές να αναζητήσουν ευκαιρίες στη χώρα μας.

Το 2022 σημειώθηκε ρεκόρ δεκαετίας στις άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, φθάνοντας τα 7,22 δισ. ευρώ και καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση της τάξης του 35% το 2022 σε σχέση με το 2021 ενώ η αύξηση άγγιξε το 61% σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο, επιβεβαιώνοντας τόσο την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας όσο και την προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια για την προσέλκυση ξένων επενδυτών.

Σε μεγάλο βαθμό οι ξένες άμεσες επενδύσεις που εισέρρευσαν αφορούν εξαγορές ή συμμετοχές σε ιδιωτικοποιήσεις ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων, αλλά και σε αγορά ακινήτων ενώ και η δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων (greenfield investments) αυξάνονται, αν και ακόμα αποτελούν μικρό ποσοστό των συνολικών επενδύσεων.

Η επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας προέρχεται κατά κύριο λόγο από κεφάλαια χωρών όπως η Ελβετία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος, με τη Γερμανία και την Ολλανδία να ακολουθούν.

Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν οι ΗΠΑ, η Κίνα με το Χονγκ Κονγκ, η Γαλλία, ο Καναδάς και η Ιταλία, οι οποίες αυξάνουν σημαντικά την επενδυτική τους παρουσία τα τελευταία έτη.

Μάλιστα για την περίοδο 2012 – 2022 από δέκα χώρες προήλθαν καθαρές εισροές 29,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το 83% από το σύνολο των ξένων άμεσων επενδύσεων ύψους 35,5 δισ. που πραγματοποιήθηκε από όλες τις χώρες μαζί στην Ελλάδα.

Ανακαλύπτουν ευκαιρίες

Επενδυτές από τις ΗΠΑ έως την Αυστραλία και από τη Νότια Αφρική έως τη Ιαπωνία έχουν βάλει την Ελλάδα στο μικροσκόπιό τους με τα στοιχεία  να αναδεικνύουν ότι μέσα σε έναν χρόνο, στο διάστημα 2021 – 2022 υπήρξε διπλασιασμός των  επενδυτικών κεφαλαίων που εισέρευσαν στη χώρα από κάποιες μακρινές γωνίες της γης.

Από το σύνολο των 7,22 δισ. ευρώ τα 6,037 ήταν από επενδυτές προερχόμενους από χώρες της Ευρώπης με τις υψηλότερες επιδόσεις στο διάστημα 2021 – 2022 να εμφανίζουν οι: Κύπρος (454 εκατ. ευρώ  σε 635), Γαλλία ( 262 σε 490 ), Γερμανία (494 σε 743), Ιταλία, (54 σε 769), Βέλγιο ( 59 σε 312), Ολλανδία (154 σε 651) και Ελβετία ( 474 σε 818).

Οι χώρες της Αφρικής διπλασίασαν τις επενδύσεις τους στην Ελλάδα από 18 σε 36 εκατ. ευρώ το 2022 με τις χώρες της Βόρειας Αφρικής να πραγματοποιούν επενδύσεις 20 εκατ. ευρώ ενώ οι υπόλοιπες αφρικανικές χώρες 18 εκατ. ευρώ με επενδύσεις να πραγματοποιούνται ακόμα και από τον Μαυρίκιο, την Γκάνα και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Από την Αμερική εισέρευσαν στην Ελλάδα 470 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 422 από τις ΗΠΑ ενώ επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν και από τον Παναμά, το Μεξικό, τις Μπαχάμες, τις Βερμούδες, την Αρούμπα, το Μπονέρ και τις Παρθένες Νήσους.

Από τις χώρες της Ασίας οι ξένες άμεσες επενδύσεις που εισέρευσαν ανήλθαν στα 635 εκατ. ευρώ από 411 το 2021. Επενδυτές από τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και του Περσικού Κόλπου έφεραν στην Ελλάδα το 1/3 των επενδύσεων, ενώ τα 403 εκατ. ευρώ προήλθαν από άλλες χώρες της Ασίας, όπως το Χονγκ Κονγκ, η Κίνα, η Σιγκαπούρη αλλά και την Ιαπωνία, το Μακάο, το Καζακστάν, την Ταϊβάν, ακόμα και το Βιετνάμ.

Οσο για την Ωκεανία, οι επενδύσεις από την Αυστραλία ανήλθαν στα 28 εκατ. ευρώ και επενδυτές υπήρξαν και από τις νήσους Μάρσαλ με 4 εκατ. ευρώ.

Πρωταθλητής ο τριτογενής τομέας

Στην κατανομή κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας οι επενδυτές στην Ελλάδα επικεντρώνονται τα τελευταία έτη κατά κύριο λόγο στον τριτογενή τομέα με ποσοστό 70% και ακολουθεί ο δευτερογενής τομέας με 13%, ο πρωτογενής με 3% και λοιπές επενδύσεις με 13%.

Μάλιστα για μια περίοδο 11 ετών, από το 2012 έως το 2022, οι καθαρές εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα ανήλθαν σε μόλις 5,8 δισ. ευρώ σε σύνολο 35,5 δισ. ευρώ.

Για το 2022 στο σύνολο των 7,22 δισ. ευρώ που ήταν οι ξένες άμεσες επενδύσεις τα 2,3 δισ. ευρώ (ποσοστό 31,8%) αφορούσαν συγχωνεύσεις και εξαγορές ενώ 1,975 δισ. ευρώ (ποσοστό 27,3%) αφορούσαν αγορά ακινήτων ενώ η αγορά νέων μετοχών, που αντιπροσωπεύει τη δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων ή τη συμμετοχή σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, αντιστοιχούσε σε 1,979 δισ. ευρώ (27,4% του συνόλου).