Είναι συγκλονιστική η εξομολόγηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο στη «Milwaukee Journal Sentinel». Πριν από τρία χρόνια έφτασε πάρα πολύ κοντά στην απόφαση να σταματήσει το μπάσκετ! Ακούγεται απίστευτο. Να τα παρατήσει ποιος; Αυτός που από πολλούς θεωρείται τούτη τη στιγμή ως ο καλύτερος μπασκετμπολίστας του κόσμου, πάνω στην ακμή του μάλιστα. Γιατί; Επειδή δεν ένιωθε χαρούμενος.
Ο Γιάννης είπε ότι βρέθηκε μιαν ανάσα από το να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο των 250 εκατ. δολαρίων, που μόλις του είχαν δώσει οι Μιλγουόκι Μπακς, να ματαιώσει το όνειρό του να γραφτεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο της ιστορίας του μπάσκετ, επειδή δεν ένιωθε χαρά. Και πρόσθεσε το όνομά του σε μια μακρά λίστα πρωτοκλασάτων αθλητών, που λύγισαν κάτω από το βάρος των απαιτήσεων του επαγγελματικού αθλητισμού.
Ζητάμε πολλά από αυτά τα παιδιά. Γιατί παιδιά είναι, 20, 25, 30 ετών… Νέοι άνθρωποι, που αντί να σχεδιάζουν τη ζωή τους με μια πιο ξένοιαστη και χαλαρή διάθεση, φυσιολογική σε αυτή την ηλικία, αναγκάζονται να παλεύουν καθημερινά για να πραγματοποιήσουν όχι μόνο τα δικά τους όνειρα, αλλά και αυτά όλων των άλλων. Των εργοδοτών και των χορηγών τους, που έχουν την αγωνία οι επενδύσεις τους πάνω στους αθλητές να είναι αποδοτικές, των φιλάθλων-οπαδών, που ζουν και αναπνέουν για μια νίκη της αγαπημένης τους ομάδας, των μέσων ενημέρωσης, που είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να ρίξουν στα Τάρταρα όποιον αθλητή αποτυγχάνει.
Το αντάλλαγμα είναι μεγάλο. Τα χρήματα που κερδίζουν οι σούπερ σταρ του επαγγελματικού αθλητισμού δεν πρόκειται να τα βγάλει ποτέ όσο ζει το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού. Για να τα κερδίσουν όμως, πρέπει να ζήσουν μια ζωή πολύ σκληρή και απαιτητική, πέρα από τα όρια που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος στην ηλικία τους.
Γι’ αυτό πολλοί λυγίζουν. Κάποιοι, όπως ο Γιάννης, καταφέρνουν να νικήσουν τους δαίμονές τους και να επανέλθουν βγαίνοντας πιο δυνατοί από όλη αυτή την επώδυνη διαδικασία. Κάποιοι άλλοι δεν τα καταφέρνουν και σταματούν, πέφτοντας θύματα της αδυσώπητης πραγματικότητας του επαγγελματικού αθλητισμού.







