«Για τον προσδιορισμό ρατσιστικών εγκλημάτων πρέπει να εξετάσετε τη φύση της βίας. Εάν υπήρξε, δηλαδή, ασυνήθιστο επίπεδο βίας, βαναυσότητας ή σεξουαλικής βίας που να σχετίζεται με την υπόθεση ή να μη συνάδει με τα πραγματικά περιστατικά της. Ακόμη, εάν η βία επικεντρώθηκε σε σεξουαλικά ή γεννητικά όργανα. Οπως κι εάν ο δράστης επέδειξε απουσία οικονομικού ή άλλου κινήτρου κατά τη διάρκεια τέλεσής της…».

Τα παραπάνω αποτελούν απόσπασμα από επτασέλιδο έγγραφο που συνέταξε προ μερικών ημερών το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. με τίτλο «Οδηγός αντιμετώπισης και διαχείρισης περιστατικών βίας σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ+ πολιτών» που αποκαλύπτουν «ΤΑ ΝΕΑ». Πρόκειται για έγγραφο-πυξίδα που στάλθηκε στις υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. και διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί θα εντοπίζουν και θα αναγνωρίζουν επιθέσεις με ρατσιστικά κίνητρα, δίνοντας την απαραίτητη προσοχή, προκειμένου να μην αποδίδεται στην ΕΛ.ΑΣ. αδιαφορία για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους συμβάντων.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας κατέγραψε μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα 107 περιστατικά ρατσιστικής βίας. Σε 74 από αυτά στοχοποιήθηκαν μετανάστες, πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλ, λόγω εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή χρώματος, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της σύνδεσής τους με πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και δομές φιλοξενίας ή παροχής άλλων υπηρεσιών σε ασυνόδευτους ανηλίκους ή αιτούντες άσυλο. Σε τρία περιστατικά στοχοποιήθηκαν έλληνες πολίτες λόγω εθνοτικής καταγωγής. Σε 30 περιστατικά στοχοποιήθηκαν ΛΟΑΤKI+ άτομα, ενώ ανάμεσα σε αυτά τα θύματα ήταν τέσσερις πολίτες τρίτης χώρας με καθεστώς αιτούντος άσυλο ή αναγνωρισμένου πρόσφυγα. Σε 50 περιστατικά στοχοποιήθηκαν περισσότερα του ενός θύματος, ενώ σε 77 περιστατικά η επίθεση τελέστηκε από ομάδα τουλάχιστον δύο ατόμων. Οι 37 επιθέσεις έλαβαν χώρα στην Αττική, κυρίως σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Επίσης, καταγράφηκαν 25 επιθέσεις στη Λέσβο, 9 στην Κω και 7 στη Χίο. Οσον αφορά τη «σκηνή» των επιθέσεων, οι 53 τελέστηκαν σε δημόσιους χώρους, 8 στην οικία του θύματος (στη συντριπτική τους πλειονότητα συνδεόμενα με ενδοοικογενειακή βία λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος) και 6 μέσα σε… αστυνομικά τμήματα.

Στο έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. προσδιορίζεται, άλλωστε, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα, έχει τελεστεί έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά εάν η επιλογή του παθόντος έγινε λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΜΙΣΟΥΣ. Οπως επισημαίνεται, ιδίως για τη βία σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, «ο στόχος μπορεί να είναι ένα πρόσωπο ή ομάδα ανθρώπων που ορθά ή λανθασμένα συνδέονται με την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ+. Δηλαδή, ένα έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά μπορεί να είναι οποιοδήποτε έγκλημα το οποίο διαπράττεται λόγω των νομιζόμενων χαρακτηριστικών ή κατά νομικών και φυσικών προσώπων που σχετίζονται με αυτή την πληθυσμιακή ομάδα (π.χ. υπερασπιστές ανθρώπινων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι). Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίζονται οι δείκτες προκατάληψης για τα εγκλήματα μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ καθώς αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τις Αρχές να αποφασίσουν πότε η σχετική υπόθεση να ερευνάται σαν πιθανό έγκλημα μίσους».

Ακόμη, ζητείται από τους αστυνομικούς να εξετάζουν εάν ο μάρτυρας ή το θύμα αντιλήφθηκε ότι η εγκληματική πράξη είχε κίνητρο την αντιπαλότητα κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων (ενδέχεται το θύμα να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι υπέστη εγκλήματος μίσους, ενδέχεται, άλλωστε, να αρνείται ότι είναι ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο). Πρέπει να διερευνούν, επίσης, εάν το θύμα εμπλεκόταν σε δράσεις προώθησης των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων τη στιγμή του περιστατικού, συνεχίζει το έγγραφο, προσθέτοντας πως πρέπει να διευκρινίζεται και εάν το θύμα ή τα θύματα κρατιόντουσαν από το χέρι, αντάλλασσαν φιλία, φορούσαν κορδέλες/σήματα/ρούχα χαρακτηριστικά των ΛΟΑΤΚΙ+ (ουράνιο τόξο, ροζ ή μαύρα τρίγωνα).

Οσον αφορά την αναγνώριση του δράστη, εφιστά την προσοχή στην ομοφοβική ή τρανσφοβική ορολογία που ενδέχεται να χρησιμοποίησε. «Πρέπει να εξετάζεται εάν ο δράστης αναγνωρίστηκε ως μέλος μιας οργανωμένης ομάδας μίσους, έχει αντίστοιχο ντύσιμο ή τατουάζ» τονίζει, μεταξύ άλλων, το έγγραφο.