Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι οι φήμες περί του θανάτου μου είναι υπερβολικές». Οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Μαρκ Τουέιν για να διαψεύσει τον θάνατό του δεν απέχουν πολύ απ' αυτές που επέλεξε ο Μίνο Ραϊόλα στις 28 Απριλίου για τον ίδιο λόγο. «Τρέχουσα κατάσταση υγείας για όσους αναρωτιούνται: τσαντισμένος, με πεθαίνουν για δεύτερη φορά σε τέσσερις μήνες. Φαίνεται επίσης πως κατάφερα να επανέλθω στη ζωή». Ο αυτοσαρκασμός ήταν το μέσο του Ραϊόλα για να αφοπλίζει τους αντιπάλους του. Ελεγε για τον εαυτό του αυτά που οι άλλοι πίστευαν γι' αυτόν αλλά ποτέ δεν θα τολμούσαν να του τα πουν κατάμουτρα.
«Ο πατέρας μου μού είχε πει όταν ήμουν μικρός πως το 50 τοις εκατό των ανθρώπων στη ζωή σου θα σε αγαπούν και το 50 τοις εκατό θα σε μισούν. Βρίσκομαι εδώ για να με αγαπούν η οικογένειά μου και οι παίκτες μου. Για τους υπόλοιπους; Δεν δίνω δεκάρα».
Ο Μίνο Ραϊόλα έφυγε τελικά από τη ζωή δύο ημέρες μετά την περίφημη διάψευση του θανάτου του, σε ηλικία 54 ετών. Η οικογένειά του έλεγε πως «πάλεψε μέχρι το τέλος με την ίδια δύναμη που χρησιμοποιούσε στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των παικτών του».
Γεννημένος στη Νοτσέρα Ινφεριόρε, μία κοινότητα της Καμπανίας, νοτιο-ανατολικά της Νάπολι, περιέγραφε τον εαυτό του ως «το ασχημότερο παιδί που έχει δει ποτέ». Στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Ολα είναι μια χαρά», ο βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης Πάολο Σορεντίνο χαρακτηρίζει τη γενέτειρα του Ραϊόλα ως «τη χειρότερη επαρχία στον κόσμο». Ωστόσο οι τομάτες Σαν Μαρτσάνο και η μοτσαρέλα που παράγονται στην περιοχή αποτελούν τα βασικά συστατικά για την καλύτερη πίτσα στον κόσμο που μετατράπηκε σε διαβατήριο για τον Μίνο Ραϊόλα για να μπει στον κόσμο του ποδοσφαίρου και να δημιουργήσει την έννοια του super agent.
Ηταν μόλις ενός έτους όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Ολλανδία και στο Χάρλεμ, προς τα δυτικά του Αμστερνταμ. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός αλλά γρήγορα άνοιξε μια πιτσαρία υπό την επωνυμία «Νάπολι». Ο μικρός Μίνο ποτέ δεν έφτιαξε στη ζωή του πίτσα. Η φράση ωστόσο του Σίνισα Μιχαΐλοβιτς «Τι θέλει τώρα ο πιτσαδόρος;» ήταν αρκετή για να τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Ραϊόλα είχε προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον καλύτερο πελάτη που είχε ως ατζέντης παικτών, τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, σε διένεξη που είχε με τον Μιχαΐλοβιτς ύστερα από ένα Derby d' Italia και εγκατέλειψε τη μάχη με ένα τσιρότο στη φήμη του.
Η δουλειά του στην πιτσαρία του πατέρα του ήταν να σκουπίζει τα τραπέζια και να σφουγγαρίζει. Αργότερα, όταν πάτησε γερά στα πόδια του, διαπραγματευόταν τις συμφωνίες με τους προμηθευτές της «Νάπολι». «Η σπεσιαλιτέ μου ήταν να λύνω κόμπους», έλεγε, εννοώντας πως πάντα προσπαθούσε για τις καλύτερες δυνατές συμφωνίες. Η πιτσαρία της οικογένειας αποδείχτηκε η καλύτερη οικονομική σχολή για τον Μίνο που απ' ό,τι φαίνεται είχε το επιχειρηματικό δαιμόνιο μέσα του.
Ενα από τα βασικά μαθήματα που πήρε ήταν να μην υποτιμά ποτέ κανέναν. Οταν ο πελάτης παράγγελνε το πιο ακριβό μπουκάλι κρασί αλλά έδειχνε πως δεν διαθέτει την οικονομική ευρωστία για να το πληρώσει, ο πατέρας του τον έστελνε να τον σερβίρει παροτρύνοντάς τον να μην τον υποτιμήσει. Ηταν ένα λάθος που έκαναν αργότερα πολλοί απ' αυτούς που βρέθηκαν απέναντι στον Μίνο. Ενας απ' αυτούς ήταν και ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Είχαν ορίσει το πρώτο τους ραντεβού στο ξενοδοχείο Okura του Αμστερνταμ. «Είχαμε κλείσει εκεί τραπέζι και δεν ήξερα τι άνθρωπο να περιμένω. Πιθανόν κάποιον που θα διέθετε μεγαλύτερο χρυσό ρολόι από μένα. Αλλά ποιος εμφανίστηκε; Φορούσε ένα τζιν και ένα T-shirt της Nike - κι εκείνη η κοιλιά, σαν έναν από τους τύπους στο The Sopranos», έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του «I Am Zlatan Ibrahimovic».
Τότε ο Ζλάταν αγωνιζόταν στον Αγιαξ και στην πρώτη τους συνάντηση ο Μίνο του είπε χωρίς περιστροφές πως δεν είναι πολύ καλός και να στρωθεί στη δουλειά αν θέλει να πάρει μεταγραφή στη Γιουβέντους. Πάντα ακραίος, εριστικός και απρόβλεπτος, γι' αυτό τον αγάπησε ο Ζλάταν και τον επέλεξε για ατζέντη του. Μια συνεργασία που εξελίχθηκε σε μεγάλη φιλία με αποκορύφωμα την παρουσία του Σουηδού στο προσκεφάλι του Μίνο στις τελευταίες ώρες της ζωής του, στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε του Μιλάνου.
Ενα από τα μεγάλα προσόντα του Ραϊόλα ήταν η γλωσσομάθειά του. Μιλούσε επτά γλώσσες - ιταλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά και φυσικά ολλανδικά. Λειτουργούσε επίσης σαν μια αδιαπέραστη ασπίδα για τους παίκτες του και αναζητούσε πάντοτε την καλύτερη συμφωνία γι' αυτούς -και αργότερα για τον ίδιο. «Εχω αλλάξει το παιχνίδι, από οικονομικής πλευράς, περισσότερες από μία φορές», έλεγε πέρυσι σε podcast στο The Athletic.
Η πρώτη μεγάλη μεταγραφή του ήταν το ανερχόμενο αστέρι της Ολλανδίας, Μπράιαν Ρόι τον οποίον πήγε από τον Αγιαξ στη Φότζια το 1992 με έκπτωση μάλιστα 50%. Εκείνη την εποχή ο Μίνο έδειχνε απέχθεια προς τους ατζέντηδες τους οποίους χαρακτήριζε «αχρείους» και «βδέλες». Εγινε ο χειρότερος απ' όλους. Ακολούθησε η διπλή μεταγραφή των Μπέργκαμπ και Γιονγκ από τον Αίαντα στην Ιντερ, τον επόμενο χρόνο και αργότερα του Πάβελ Νέντβεντ από τη Σπάρτα στη Λάτσιο. Ο τότε προπονητής των Λατσιάλι Ζντένεκ Τσέμαν του είχε ζητήσει έναν παίκτη που να ντριμπλάρει σαν τον Μαραντόνα, να τρέχει 17 χιλιόμετρα σε κάθε παιχνίδι και να προπονείται σαν τρελός. «Αυτός ο παίκτης δεν υπάρχει», του είπε ο Ραϊόλα. Υπήρχε όμως ένας που τον πλησίαζε και ήταν ο Νέντβεντ. Αργότερα ο Ραϊόλα είπε για τον Τσέχο πως «δεν ήξερε πόσο καλός ήταν, διαφορετικά θα είχε κατακτήσει τρεις Χρυσές Μπάλες».
Στο portfolio του Ραϊόλα ανήκαν μέχρι τον θάνατό του σπουδαίοι παίκτες όπως οι Ιμπρα, Ντε Λιχτ, Ντοναρούμα, Πογκμπά, Βεράτι, Γκράβενμπεργκ, οι δικοί μας Μανωλάς, Παυλίδης, Χατζηδιάκος, ο Μακέντα, ο Μπαλοτέλι και ο Ερλινγκ Χάαλαντ που έγραψε δύο λέξεις κάτω από τη φωτογραφία του στα social media: The Best.