O Eμανουέλ Μακρόν είχε ένα δίλημμα πριν από το προχθεσινό ντιμπέιτ: να αντιμετωπίσει την αντίπαλό του ως έναν ισότιμο εταίρο που θα ψηφιστεί από τους μισούς σχεδόν Γάλλους ή να αναδείξει την άγνοιά της για βασικά πράγματα με κίνδυνο να φανεί αλαζόνας; Να της δείξει σεβασμό ή συγκατάβαση; Να παίξει άμυνα ή επίθεση;

Ο απερχόμενος πρόεδρος επέλεξε τη δεύτερη λύση. Και για τρεις ώρες περικύκλωνε τη Μαρίν Λεπέν σαν τον βόα συσφιγκτήρα, όπως έγραψε η Monde, και αποδομούσε έναν-έναν τους ισχυρισμούς της. Της καταλόγισε ότι ζει από τον φόβο και τον φθόνο. Την κατηγόρησε ότι θέλει να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο. Και στην ατάκα που θα μείνει στην ιστορία, της είπε πως όταν μιλάει στη Ρωσία, μιλάει στον τραπεζίτη της.

Η στρατηγική φαίνεται ότι πέτυχε: το 59% των Γάλλων βρήκε τον Μακρόν πιο πειστικό από την Λεπέν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μάχη της Κυριακής έχει κριθεί. Οι αναποφάσιστοι είναι ακόμη πολλοί, οι αριστεροί ψηφοφόροι είναι απρόβλεπτοι και η αντιπάθεια στο πρόσωπο του προέδρου είναι μεγάλη: είναι χαρακτηριστικό ότι το 39% όσων προτίθενται να τον ψηφίσουν θα το κάνουν όχι επειδή συμφωνούν με τις ιδέες του, αλλά για να μην εκλεγεί η αντίπαλός του. Οι δημοσκοπήσεις εντούτοις βεβαιώνουν ότι η Γαλλία θα έχει και την επόμενη πενταετία έναν φιλελεύθερο πρόεδρο, παρόλο που κανείς δεν μπορεί να πει το ίδιο και για τον πρωθυπουργό της.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά και υπαρξιακό. Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μια ενωμένη και στιβαρή ηγεσία ώστε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της εγκληματικής ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία: τα εκατομμύρια των προσφύγων, την αύξηση των τιμών της ενέργειας, αλλά και το επικίνδυνο προηγούμενο που θα δημιουργήσει μια βίαιη αλλαγή συνόρων. Η Γαλλία θα πρέπει να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ηπείρου, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς η Γερμανία εμφανίζεται άτολμη και με τον νέο της καγκελάριο. Η νίκη του Μακρόν στις μεθαυριανές εκλογές αποτελεί λοιπόν μονόδρομο.