Από την έκδοση επιλέξαμε ορισμένα αποσπάσματα από τις επιφυλλίδες του μικρασιάτη πεζογράφου και την αλληλογραφία.

Η «ΑΝΑΣTΑΣΗ» ΕΝΟΣ ΧΩΡΙΟΥ. «Αν καλά θυμούμαι, στο σπίτι της (ενν.: την Πηνελόπη Δέλτα) άκουσα για πρώτη φορά απ’ την κυρία Μερλιέ τη μυστηριώδη λέξη «Φάρασα». Τι ήταν αυτά τα Φάρασα; Από τότε την άκουσα πολλές φορές την λέξη. Ομως η πρώτη εντύπωση μένει έντονη: Η λέξη έδινε κίνητρο στη φαντασία, έλεγες πως θα ‘ταν καμιά περιοχή παραμυθιού, τόπος ανεξερεύνητος, τόπος να βάλεις το μύθο μιας ιστορίας με περιπέτειες για παιδιά – κάτι τέτοιο… Φάρασα είναι ένα χωριό της Καππαδοκίας, χαμένο μέσα στο έρημο φαράγγι που χωρίζει τον Ταύρο από τον Αντίταυρο. Ενα χωριό ξεμοναχιασμένο, όπου κάποτε ζούσαν χίλιες πεντακόσιες ψυχές. Πνιγμένο μες στην Τουρκιά είχε βαστάξει ως το 1922 την ελληνική ιδιοτυπία του. Αυτό το χωριό, το ξεκληρισμένο με την καταστροφή της Ανατολής, διάλεξε για πρώτο έργο του το Αρχείο της Μικρασιατικής Λαογραφίας (σ.σ.: «πρόγονος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που ιδρύθηκε το 1933). Να το αναστήσει, να το κάμει να ξαναϋπάρξει, κι έτσι να το κρατήσει για την ιστορία του Ελληνικού πολιτισμού… Ο,τι έμενε απ’ τα Φάρασα ήταν οι πρόσφυγές του, που είχαν βρει καταφύγιο στο Μοσχάτο. Μέσω τους άρχισε η εξερεύνηση».

ΝΤΟΠΙΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΟΙ. «Στις αρχές του Ιουλίου του 1924 έφτασαν στα χωριά της Καππαδοκίας οι ανταλλάξιμοι Τούρκοι απ’ την Ελλάδα. Ερχονταν απ’ τα μέρη της Κοζάνης. Απ’ την πρώτη στιγμή δεν τα πήγαν καλά οι ντόπιοι Τούρκοι με τούτους… «Μας φεύγει το χρυσάφι και μας έρχεται το μολύβι», παραπονιόνταν οι Τούρκοι της Ανακούς στους χριστιανούς της Ανακούς. […] Οι Τούρκοι της Ανακούς ξεπροβόδισαν ως την άκρη του χωριού τους συγχωριανούς τους, τους χριστιανούς που φεύγαν. «Ηρταν το πρωί τα Τούρκα μας και μας μοιρολόγαναν που φεύγισκαμ…», διηγόταν αργότερα μια γερόντισσα της Ανακούς. Τους έδιναν – στους χριστιανούς – τυρί, αυγά, ό,τι μπορούσαν, να έχουν στο μακρινό τους ταξίδι. Τους φιλούσαν τα χέρια, τους τραβούσαν να μη φύγουν:

– «Εσείς φεύγετε, εμάς μας αφήνετε. Συχωρήστε μας… Στο καλό να πάτε. Θεγός να δώκ’ να ξανανταμώνουμε. Θεγός να δώκ’…».

Η αγριότητα του μικρασιατικού πολέμου, οι δηώσεις και οι σφαγές, δεν είχαν αγγίσει τις ψυχές εκεί στο φαράγγι ανάμεσα Ταύρο και Αντίταυρο».

ΕΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ ΣΤΟ ΤΟΛΟ. «Ο κ. Σαμουήλ Μπο-Μποβί (σ.σ.: ελληνιστής, Πανεπιστήμιο Γενεύης) μιλά πάντα ελληνικά με τους Ελληνες – θαυμάσια ελληνικά! – ακόμα και όταν, από λεπτότητα, του μιλούν γαλλικά… Μας μίλησε αμέσως προχτές για τη θάλασσα και τα βουνά. Ο,τι γύριζε απ’ την Πελοπόννησο:

-«Ημαστε στην Επίδαυρο, μας είπαν πως εκεί κοντά είναι η Ασίνη, πήγαμε να την αναζητήσουμε, κολυμπήσαμε στο Τολό. Οι ντόπιοι στο Τολό μας είπαν: «Ξέρετε τι είμαστε εμείς; Είμαστε απ’ την Τουλώνα!». «Πώς είστε απ’ την Τουλώνα εσείς, γνήσιοι Μοραΐτες;». «Δεν είμαστε Μοραΐτες, είμαστε Κρητικοί. Αλλά οι παλαιοί ανθρώποι του Τολό είναι απ’ την Τουλών. Γάλλοι κουρσάροι από κείνα τα μέρη της Τουλών, ήρθανε, ξεμπαρκάρανε εδώ, τους άρεσε ο τόπος, μείνανε. Και ο τόπος απ’ το Τουλών πήρε το όνομά του: Τολό».

– «Αποκαλυπτική ετυμολογία», είπα. «Θα το πω στον κ. Κουγέα (σ.σ.: Σωκράτης Κουγέας, καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακαδημαϊκός) μήπως δεν το ξέρει».

– «Στον κύριο Κουγέα; Πέστε του, παρακαλώ, και τα σεβάσματά μου. Σ’ εκείνον χρωστώ ένα μέρος απ’ τα ελληνικά μου. Ηταν μέλος της Επιτροπής που μου έδωσε την υποτροφία για τις σπουδές μου στην Ελλάδα…»».

Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΟΥ ΧΑΜΑΜ. «Το χειρόγραφο για την Αμάσεια με γοήτεψε: οι χανούμισσες που άγιαζαν τα σπίτια τους με το νερό των Φώτων· το χαμάμ, όπου μια γούρνα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Βαρβάρα… μέσα στο τούρκικο χαμάμ!, οι σαπουνάδες, «και δώσ’ του σαπουνάδες», που έκαναν «να μείνει άλλα δύο χρόνια τουρκόφωνη η μεγάλη κόρη του Χατζή»… και το παιδί που δεν έπαιρνε από γράμματα και γινόταν ξεφτέρι γυρίζοντας γύρω από τον τάφο του Σουλτάν Χότζα. Τι παραμύθια, κύριε Βενέζη μου, τι ιστορίες της Ανατολής, σαν εκείνες που λέγαμε ένα βράδυ, χρόνια τώρα, «στο ακραίο σπίτι της οδού Σίνα», για μια Ελληνίδα που είχε πάρει Τούρκο, κι απέκτησε γιους κι εγγόνια, σ’ ένα μικρό βουνήσιο χωριό της Καππαδοκίας. Μια εγγονή της διδάσκει τώρα αρχαία ελληνικά σ’ ένα γυμνάσιο της Νίγδης. Η Ελληνίδα, Μαρίνα την έλεγαν, έχει βέβαια πεθάνει» (από επιστολή της Μέλπως Μερλιέ, Aix-en-Provence, 7 Μαΐου 1963).