Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κρίση στις κοινωνίες μας, στις αξίες μας, στις ιδέες μας, ακόμη και στις ανάγκες μας, αλλά και στις πιθανές λύσεις των προβλημάτων μας, επαναφέρει στη μνήμη τις έξοχες σελίδες της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη, όταν αρχίζει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και πολιορκείται από τους Λακεδαίμονες η Αθήνα. Είναι ο χρόνος που η πολιορκημένη πόλη γίνεται καταφύγιο όλων των πολιτών που ζουν στην ύπαιθρο ως ψαράδες, αγρότες, ποιμένες, τεχνίτες, φύλακες, αφεντάδες και δούλοι. Οταν τα στρατεύματα των πολιορκητών κατασκήνωσαν στη γύρω από τα τείχη της Αθήνας περιοχή, ρήμαζαν τους καρπούς, τα γεννήματα, τα πηγάδια, τα καμίνια, τις αποθήκες. Μια πολιορκία που γίνεται μακριά από τον τόπο των πολιορκητών επιτυγχάνει μόνο αν έχει επισιτισμό που της εξασφαλίζει ο εχθρός. Αυτό, και οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες το γνώριζαν από το έπος, την «Ιλιάδα» του Ομήρου. Τα δέκα χρόνια της πολιορκίας σε τόπο χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα, οι πολιορκητές άντεξαν γιατί ρήμαξαν τον τόπο, μην αφήνοντας ούτε και τις γυναίκες χωρίς να τις βιάσουν. Εξάλλου η «Ιλιάδα» ως αφήγηση ξεκινάει με έναν ιερέα πατέρα που έρχεται στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να ζητήσει την κόρη του που τη βιάζει στη σκηνή του ο Αγαμέμνων. Ο αμετανόητος εκείνος μονάρχης μια βασιλοκόρη των ηττημένων, την Κασσάνδρα, έφερε στην πατρίδα, επιστρέφοντας, και το πλήρωσε σφαγμένος από τη γυναίκα του στο λουτρό, που και εκείνη, εξαιτίας της απουσίας τού συζύγου, είχε μπάσει στο κρεβάτι της τον Αίγισθο, συγγενή του Αγαμέμνονα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ