Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η διπλωματία ήταν ανέκαθεν ο μοναδικός συνετός τρόπος αντιμετώπισης των αμερικανο-ιρανικών εντάσεων. Οταν όμως η εξωτερική πολιτική παρασύρεται από συναισθηματικά ρεύματα και υποκύπτει σε τεχνητούς πειρασμούς, η συνετή και διακριτική προσέγγισή της τίθεται σε δεύτερη μοίρα.
Αυτό συνέβη στις ΗΠΑ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2011, και συνέβη ξανά στη διάρκεια της πομπώδους προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ. Το καλύτερο παράδειγμα ίσως να είναι η απερίσκεπτη μονομερής απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Η συμφωνία αυτή ήταν καρπός πολυετών, επίπονων διαπραγματεύσεων, ο Τραμπ ωστόσο την απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη, στο πλαίσιο της αλαζονικής και κοντόφθαλμης στρατηγικής του περί «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν. Με τον Τζο Μπάιντεν τώρα πρόεδρο, όμως, οι συνομιλίες που ξεκίνησαν αυτόν τον μήνα στη Βιέννη προσφέρουν στις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις μια διπλωματική ευκαιρία διάσωσης της συμφωνίας.
Πρέπει να ελπίζουμε πως θα πετύχουν, διότι η «μέγιστη πίεση» του Τραμπ αποδείχθηκε μια παταγώδης αποτυχία. Το ιρανικό καθεστώς άρχισε να παραβιάζει κάποιες διατάξεις της συμφωνίας περίπου έναν χρόνο μετά την απόσυρση των ΗΠΑ, το 2018. Εκτοτε, το Ιράν έχει ανεβάσει προοδευτικά την καθαρότητα του ουρανίου που εμπλουτίζει, έχει 14πλασιάσει τα αποθέματά του σε εμπλουτισμένο ουράνιο και εμποδίζει τις διεθνείς επιθεωρήσεις των πυρηνικών εγκαταστάσεών του. Σύμφωνα με τις αμερικανικές εκτιμήσεις, το διάστημα που θα χρειαζόταν πλέον προκειμένου να κατασκευάσει μια πυρηνική βόμβα έχει μειωθεί από τον έναν και πλέον χρόνο στους τρεις με τέσσερις μήνες.
Η απερίσκεπτη στρατηγική του Τραμπ δεν αύξησε απλώς τους κινδύνους διάδοσης των πυρηνικών όπλων, αλλά απέτυχε πλήρως να χαλιναγωγήσει τις περιφερειακές στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιράν. Οι αμερικανο-ιρανικές εντάσεις έχουν οξυνθεί στον Περσικό Κόλπο, και ιδιαίτερα στο Ιράκ, και επιτείνονται περαιτέρω από τις ολοένα και συχνότερες (αν και ελάχιστα ορατές) αψιμαχίες ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ.
Ενας άλλος λόγος να ανησυχούν οι ΗΠΑ είναι πως το ιρανικό καθεστώς έχει μετριάσει τη διεθνή απομόνωσή του ενισχύοντας τη σχέση του με την Κίνα - μεταξύ άλλων, και μέσω μιας πρόσφατης 25ετούς διμερούς συμφωνίας που προβλέπει μεγάλες κινεζικές επενδύσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία σε αντάλλαγμα για μια φτηνή και σταθερή προμήθεια της Κίνας με ιρανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Στο ίδιο πακέτο συμπεριλαμβάνονται επίσης ενισχυμένη ασφάλεια και συνεργασία σε θέματα συλλογής πληροφοριών.
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του Τραμπ, οι αμερικανικές κυρώσεις έχουν ρημάξει την ιρανική οικονομία. Το Ιράν δυσκολεύεται πολύ ακόμα και να εισαγάγει εμβόλια κατά της COVID-19 και ιατρικά εφόδια. Οι βασικές συνιστώσες του καθεστώτος ωστόσο έχουν βγει αλώβητες ή και ενισχυμένες από την αντιπαράθεση με τον Τραμπ.
Ειδικά οι ισχυροί Φρουροί της Επανάστασης έχουν εκμεταλλευθεί τη χρεοκοπία ιδιωτικών επιχειρήσεων προκειμένου να ενισχύσουν τον έλεγχό τους επί της οικονομίας. Ενώ το ποσοστό της ένδειας στο Ιράν εκτοξευόταν και ο κορωνοϊός εξαπλωνόταν, οι Φρουροί της Επανάστασης ενίσχυσαν επίσης την εικόνα τους ως παρόχου θεμελιωδών υπηρεσιών, υπονομεύοντας περαιτέρω τη σχετικά μετριοπαθή κυβέρνηση Ροχανί.
Με τους σκληροπυρηνικούς του Ιράν να αποθρασύνονται ολοένα και περισσότερο εν όψει των προεδρικών εκλογών του Ιουνίου, το παραθυράκι για τους υποστηρικτές της πυρηνικής συμφωνίας προκειμένου να την επαναφέρουν στη ζωή μοιάζει να κλείνει γρήγορα. Οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις στη Βιέννη προσφέρουν μια εξαιρετική ευκαιρία να δείξουμε πως η πολυμερής συνεργασία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων παραμένει βιώσιμη.
Ο Χαβιέ Σολάνα, πρώην ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, γ.γ. του ΝΑΤΟ και υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας, είναι σήμερα πρόεδρος του EsadeGeo - Κέντρου για την Παγκόσμια Οικονομία και Γεωπολιτική και συνεργάτης του Ιδρύματος Brookings.