Για κάποιους πολιτικούς παρατηρητές, η διαφαινόμενη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι ξαφνική και απροσδόκητη. Για κάποιους άλλους, είναι προσχηματική και σύντομα θα διαψευστεί.

H ελληνική κυβέρνηση έχει προφανώς κι αυτή τις εκτιμήσεις της. Η στάση που ακολουθεί, όμως, είναι πάνω απ’ όλα ρεαλιστική. Γνωρίζει ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που έφεραν την Τουρκία στο τραπέζι των συνομιλιών είναι οι πιέσεις της ΕΕ και η αλλαγή ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οπως γνωρίζει και ότι η χρονική στιγμή που επέλεξε η Αγκυρα για τη διεξαγωγή του 62ου γύρου των διαβουλεύσεων που ολοκληρώθηκε χθες σχετίζεται με τη σύνοδο κορυφής της επόμενης εβδομάδας.

Η ουσία όμως είναι ότι ο διάλογος ξανάρχισε. Και ότι για να συμβεί αυτό, η Ελλάδα είχε θέσει όρο να σταματήσουν οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, ο χειμώνας του 2021 δεν έχει καμιά σχέση με το καλοκαίρι του 2020. Τον επόμενο μήνα ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών θα συναντηθεί στην Αγκυρα με τον τούρκο ομόλογό του για να προετοιμάσουν από κοινού μια συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν.

Διαψεύδονται έτσι όσοι υποστηρίζουν ότι με τη σημερινή Τουρκία δεν μπορεί να γίνει διάλογος. Οπως διαψεύδονται και εκείνοι που θεωρούν ότι η Ελλάδα πρέπει να εργάζεται για τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας. Το καθεστώς Ερντογάν είναι αυταρχικό, αντιδημοκρατικό και επεκτατικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν είναι κι αυτός ρεαλιστής. Aντιθέτως, γνωρίζει καλά ότι το συμφέρον της χώρας του – όπως και της δικής μας – είναι οι καλές σχέσεις με τη Δύση.