Η νουβέλα του Νίκου Μπακόλα «Μην κλαις, αγαπημένη» πρωτοεκδόθηκε, ιδίοις εξόδοις, το 1958 στη Θεσσαλονίκη και επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2020 από τις Εκδόσεις Σοκόλη, με βασικό σκοπό την επανασύσταση του πολύ σημαντικού βορειοελλαδίτη πεζογράφου στους νεότερους αναγνώστες. Είναι μια προσπάθεια που θα ενισχυθεί τους επόμενους μήνες με τη νέα έκδοση ενός από τα κορυφαία μυθιστορήματά του, «Ο κήπος των πριγκίπων», αλλά και με τη συγκέντρωση των κριτικών κειμένων που κατά καιρούς έγραψα για τον, εκτός των άλλων, φίλο μου Νίκο Μπακόλα, όπου και συμπεριλαμβάνονται μελέτες, συζητήσεις, επιστολές, καλύπτοντας το διάστημα 1976-2020. Σε όσους έχουν εποπτεία και γνώση της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας και της κορυφαίας θέσης του Νίκου Μπακόλα σ’ αυτήν, η νουβέλα «Μην κλαις, αγαπημένη» αποτελεί κάτι το ξεχωριστό, αν τη συγκρίνουμε με τα άλλα βιβλία του. Ηταν κυρίως μια προσπάθειά του να γράψει ανταποκρινόμενος στις συνθήκες της εποχής, επιλέγοντας γεγονότα τής τότε τρέχουσας επικαιρότητας, δίνοντας όμως σ’ αυτά μια ευρύτητα διατοπική. Η μικρή άτυχη ιστορία του Μπίλλυ και της Φαίης θα μπορούσε να είχε συμβεί παντού, σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ευρώπης στα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μηδαμινής σημασίας είναι εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τη χρωματίσουν τοπικά. Αλλά και μηδαμινής σημασίας είναι οι διαφορές αυτής της μικροκοινωνίας και των ανθρώπων της από μια ενδεχόμενη άλλη μικροκοινωνία, άλλης χώρας. Εκτός όμως από αυτά, ήταν και μια προσπάθεια του τριαντάχρονου συγγραφέα (γεννημένου το 1927) να γράψει μια λογοτεχνία «ανοιχτή», δηλαδή ευπρόσιτη και χωρίς δυσκολίες προσπέλασης. Μια λογοτεχνία συνδεδεμένη με τη δημοσιογραφία, την οποία ασκούσε παράλληλα, ως δημιουργός, και της οποίας λογοτεχνίας η γλώσσα είναι συνήθως άμεση, λιτή, ακόμα και ψυχρή˙ πολύ κοντά στην αποαισθηματοποιημένη αφήγηση του ρεπορτάζ. Χωρίς να υπάρχουν σ’ αυτήν οι τεχνικές ιδιομορφίες και οι ιδιορρυθμίες που ο Μπακόλας θα υιοθετούσε στα επόμενα τρία βιβλία του, «Ο κήπος των πριγκίπων» (1966), «Εμβατήρια» (1972), «Υπνος – θάνατος» (1974), όπου και είχε υποστεί τη βαθιά διπλή επίδραση: του επηρεασμένου από τον Τζέημς Τζόυς, Ουίλλιαμ Φώκνερ, αλλά και του επίσης τζοϋσιανού Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ