Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ξεκινάει το νέο έτος χωρίς μεγάλες αλλαγές στις προκλήσεις για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Το βλέμμα είναι στραμμένο εκεί όπου ήταν πάντα, προς την Τουρκία και στην αντιμετώπιση της προσπάθειας της επιβολής ισχύος στην ευρύτερη γειτονίας της. Η αφύπνιση της ελληνικής διπλωματίας με την τριπλή έμφαση στην ανάσχεση της τουρκικής απειλής, την εμμονή και έμφαση στις αρχές του διεθνές δικαίου, και τη διεθνοποίηση, ιδιαίτερα εντός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, των ελληνοτουρκικών διαφορών σε συνδυασμό με μια σειρά γεωπολιτικών εξελίξεων και εσωτερικών εξελίξεων στην Τουρκία, έχουν ως αποτέλεσμα περιορίσει, εν μέρει, τις προσπάθειες της Αγκυρας να επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δυο χωρών.
Αυτό που λείπει όμως είναι μια ολική πολύ επίπεδη στρατηγική. Δεν θα ασχοληθώ σήμερα με τις υπό διαμόρφωση στρατηγικές συμμαχίες της χώρας όπως και πολλών άλλων παράκτιων και μη χωρών της περιοχής. Οπως σωστά το έθεσε ο καλός συνάδελφος Κώστας Υφαντής πρόσφατα η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός νέου «Ανατολικού Ζητήματος» (Liberal.gr, 29 Δεκ. 2020) Αυτό προϋποθέτει και την άσκηση έξυπνης και ενεργητικής διπλωματίας εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο επίπεδο των διμερών σχέσεων. Ακολουθούν τρεις προτάσεις και ιδέες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από την ελληνική πλευρά έτσι ώστε να βρίσκεται στο κέντρο της διαμόρφωσης των εξελίξεων.
Στην παρούσα φάση, οι αξιώσεις της ελληνικής διπλωματίας κινούνται στην κατεύθυνση της απαραίτητης επανέναρξης κάποιας µορφής διαλόγου µε την Τουρκία και εν αναμονή της έκθεσης του Υπατου Αρμοστή της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας Ζοσέπ Μπορέλ προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μαρτίου να συγκεκριμενοποιεί το πλαίσιο των προϋποθέσεων πιθανών μελλοντικών κυρώσεων εάν και όποτε αυτές κριθούν απαραίτητες και την περαιτέρω διαμόρφωση της θετικής ατζέντας που έχει προτείνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2020. Ναι μεν είναι επιβεβλημένες η επανέναρξη των διερευνητικών και η έκθεση Μπορέλ αλλά ουσιαστικά απουσιάζει η διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης πέραν του παρόντος θεσμικού πλαισίου που δεν είναι άλλο από τη διαδικασία ένταξης. Η έκθεση Μπορέλ δεν μπορεί να αποτελέσει μακροχρόνια λύση για την ΕΕ και για την Ελλάδα στην πρόκληση που λέγεται Τουρκία. Δεν μπορούν η ΕΕ και τα κράτη - μέλη της να περιμένουν μια βελτίωση των σχέσεων ΕΕ Τουρκίας με την ελπίδα ότι η στρατηγική μετατόπιση της Αγκυρας μακριά από τις αξίες της ΕΕ και της Δύσης είναι παροδική. Δυστυχώς, είναι πιο πιθανή μια ουσιαστική μετατόπιση της γειτονικής χώρας σε επίπεδο συσχετισμών δυνάμεων ανεξάρτητος ιδεολογικών πεποιθήσεων και πολιτικών επιλογών.
Σε μια περίοδο συστημικών αλλαγών και συσχετισμών, με άλλα λόγια μια γεωπολιτική εποχή, είναι επιβεβλημένη η διαμόρφωση μιας στρατηγικής αντίληψης και προσέγγισης από πλευράς ΕΕ. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις που έχουν ξεκινήσει περί της Στρατηγικής Αυτονομίας της Ενωσης είναι άτολμες και αντιφατικές. Η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής και οραματικής στρατηγικής αυτονομίας θα πρέπει να προϋποθέτει και την μορφοποίηση μιας νέας στρατηγικής για την Τουρκία (μια Στρατηγική 2.0) που θα διευρύνει και θα εκσυγχρονίσει την εργαλειοθήκη της Ενωσης σε μια εποχή όπου η στρατιωτικοποίηση της Μεσογείου, ζωτικός χώρος της Ελλάδας και της Τουρκίας, είναι μια πραγματικότητα. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε επίπεδο Υπατου Αρμοστή και του επιτελείου του αλλά προϋποθέτει μια διευρυμένη και ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των χωρών - μελών που θα καταλήξει σε ένα νέο πλαίσιο στρατηγικής προσέγγισης.
Μια πρόταση να προχωρήσει μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να είναι η συγκρότηση μιας Επιτροπής Σοφών (Comité de Sages / Wise Persons Committee) που θα απαρτίζεται από εμπείρους εκπροσώπους των χωρών - μελών με στόχο τη συγγραφή επιλογών και προτάσεων πολιτικής προς υιοθέτηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σε μια περίοδο όπου το εκκρεμές μεταξύ των εθνικών πρωτευουσών και των ευρωπαϊκών θεσμών κλίνει προς τις πρωτεύουσες, μια τέτοια Επιτροπή είναι επιβεβλημένη για να μπορεί η χώρα μας να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση της νέας σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας. Εξάλλου η Ελλάδα διαθέτει έμπειρα πολιτικά στελέχη (τουλάχιστον τρεις πρώην υπουργοί Εξωτερικών διαθέτουν τις προϋποθέσεις, εκ των οποίων ο ένας έχει διατελέσει ευρωπαίος επίτροπος, η δεύτερη είναι νυν βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος, και ο τρίτος υπήρξε και αντιπρόεδρος κυβέρνησης) και που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά σε μια τέτοια επιτροπή.
Αυτή η Επιτροπή θα μπορούσε να συγκληθεί άμεσα από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με χρονικό περιθώριο 10 - 12 μηνών και την προϋπόθεση ότι τα συμπεράσματα της θα συγκροτήσουν τη βάση της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής. Ο φετινός πολιτικός χρόνος είναι κατάλληλος δεδομένου ότι η Γερμανία βρίσκεται σε αναζήτηση του διάδοχου της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία και νέο κυβερνητικό συνασπισμό τον Σεπτέμβρη. Η Γαλλία έχει να αντιμετωπίσει της επόμενες προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο του 2022 και ο παράγων Χ, η ενισχυμένη Ιταλία ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, πρέπει να πάει στις κάλπες το αργότερο τον Ιούνιο του 2023.
Μια δεύτερη πρόταση αφορά στην ανάγκη επανεξέτασης της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών χωρίς να χαθεί το κεκτημένο των προηγουμένων 60 γύρων συνομιλιών και των αποφάσεων των πρόσφατων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων αναφορικά με τη θεματολογία του διαλόγου. Οι διερευνητικές επαφές προέκυψαν από την εντατικοποίηση των ευρωτουρκικών σχέσεων το 2002 με σκοπό την επίλυση της νομικής διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και πώς αυτή θα μπορούσε να επιλυθεί. Η αδράνεια της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας μετά το 2004 λόγω απομάκρυνσης από τις αρχές του Ελσίνκι από όλες τις πλευρές (Τουρκία, Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, κλπ.) συνιστά ότι η όλη διαδικασία θα πρέπει να επανεξεταστεί και να αντικατασταθεί από ένα πιο επίκαιρο πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη τις σημερινές συνθήκες. Η διαδικασία πρέπει να παράγει και να αυξάνει την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών αντί να δηλώνει η κάθε πλευρά ότι η άλλη αρνείται τον διάλογο. Η σύνδεσή της με την ανεύρεση μιας νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Τουρκία είναι επιβεβλημένη. Το ζήτημα είναι πώς μπορούν να προχωρήσουν οι δύο πλευρές στη συμφωνία ενός πιο αντιπροσωπευτικού πλαισίου διαλόγου χωρίς να διακοπεί η δυναμική για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών (όποτε αυτές προκύψουν).
Μια τρίτη πρόταση αφορά στην προώθηση πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνιών των δύο χωρών. Η παρατεταμένη κρίση με την Τουρκία συνέπεσε με την παρατεταμένη παρουσία του κορωνοϊού αυξάνοντας τη γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς την άλλη πλευρά και την στοχοποίηση του «Αλλου». Η εμπειρία και η ανάμειξή μου σε διάφορες δράσεις μη τυπικής εκπαίδευσης που προωθούν τον ελληνοτουρκικό διάλογο, ιδιαίτερα μεταξύ νέων των δύο χωρών, συνιστά ότι η εμπλοκή της κοινωνίας των δύο χωρών στην αποκατάσταση κάποιας σχέσης εμπιστοσύνης είναι επιβεβλημένη. Συγκεκριμένα εντός του 2020, η προσέλευση και συμμετοχή, έστω και διά του Διαδικτύου, νέων των δύο χωρών σε δράσεις που σχεδίασα και υλοποίησα ήταν εντυπωσιακή και ενθαρρυντική.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να αναλάβει μια σειρά από πρωτοβουλίες είτε μονομερώς (όπως η θέσπιση ενός συγκεκριμένου αριθμού υποτροφιών για τούρκους φοιτητές να μάθουν την ελληνική γλώσσα σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα) είτε σε συνεργασία με τις τουρκικές Αρχές. Για παράδειγμα, μια ιδέα θα ήταν η επανέναρξη ενός περιορισμένου αριθμού αεροπορικών πτήσεων μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολη τώρα που οι δύο χώρες ακολουθούν τα ίδια υγειονομικά πρωτόκολλα. Μια άλλη πρόταση θα ήταν η στήριξη από κοινού προτάσεων ερευνητικών φορέων των δύο χωρών στη διεκδίκηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την έρευνα.
Το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Τουρκία που λαμβάνει υπόψη τα σημερινά δεδομένα και τις ελληνικές θέσεις όπως και την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Αθήνα που ενθαρρύνουν και προάγουν την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών. Είναι στο χέρι της Αθήνας να συμβάλει ουσιαστικά και αποτελεσματικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης